" Κάποιος γνωστός του Θεόφιλου, μανάβης στα Εφτά Πλατάνια, διάβασε τούτα τα γραψίματα και του τα φανέρωσε.

-Οι φημερίδες λένε για σένα, του είπε, όπως λεν και για τα σπουδαία πρόσωπα.
Μα δεν ίδρωσε τ' αυτί του Θεόφιλου.
-Άστες κι ας λένε, αποκρίθηκε.
[...] -Ξέρεις μαθές τι γράφουν; τον ρώτησε παραξενεμένος.
-Όχι.
-Το λοιπός γράφουν πως είσαι μεγάλος ζωγράφος.
[...] -"Μέγα λαϊκό καλλιτέχνη".
Ένα χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπο του Θεόφιλου. Φχαριστημένος είπε.
-Εύμορφο είναι αυτό. Πολύ εύμορφο λέγω.
-Ποιο Θεόφιλε;
-Τούτο δα που είπες. "Λαϊκός καλλιτέχνης". Για τον κοσμάκη ζωγραφίζω και χαίρουμαι σαν οι κυρούλες και τα παιδιά φχαριστιούνται με τα έργα μου και προσπαθούν να τα ξηγήσουν με το μυαλό τους. Αυτή είναι η τέχνη μου κι η δόξα μου, λέγω. Να δίνω με τα έργα μου τη χαρά στον κοσμάκη. Τίποτε περισσότερο δε θέλω, μήτε ζωγραφίζω για τους καλαμαράδες. Αυτούνοι είτε καμώνονται πως τους αρέζει η τέχνη μου είτε τη βρίζουν, δεν την καταλαβαίνουν, όπως δε νογάει ένας φερμένος από την πόλη το μεράκι πούχει η φλογέρα του τσοπάνου και τον καϋμό που κλείνει το μπαγλαμαδάκι.
Αυτά είπε και κάθησε συλλογισμένος σ' ένα πεζούλι. Ο μανάβης κάτι άρχισε να λέει μα δε φαινόταν να τον ακούει ο Θεόφιλος. Αλλού ήταν ο νους του. Σε τούτα τα λόγια που τα πιπίλαγε στα χείλια του σα ζαχαρωτό: "Λαϊκός καλλιτέχνης". Αυτό ήταν. Το κάτεχε κι ο ίδιος από καιρό μα δεν ήξερε πώς να το πει. Η εφημερίδα το έγραψε ωραία. Κι αυτό τον φχαρίστησε πολύ γιατί σα θα τον ρωτούσαν, θα ήξερε τι να τους πει πως είναι. "Λαϊκός καλλιτέχνης". Τίποτ' άλλο.

Aπό το Νέστορα Μάτσα, Το παραμύθι του Θεόφιλου, (7η έκδοση) Αθήνα, Εστία, 1995, σ. 131-133.