Το κλίμα που δημιουργείται στην καμπή του αιώνα οδηγεί πολλούς ποιητές σε μια εσωτερική συμβολιστική γλώσσα, η οποία δεν ενδιαφέρεται να μεταφέρει στην ποίηση τις συλλογικές ανησυχίες ή να διατυπώσει προτάσεις για το εθνικό μέλλον,

αλλά περισσότερο να εκφράσει τη στροφή προς τα μέσα, τα προσωπικά αδιέξοδα και την προσωπική απογοήτευση. Σε κάθε περίπτωση, η ασύμβατη προς το ελληνικό τοπίο συμβολιστική ατμόσφαιρα εμπόδισε την πραγματική μεταφύτευση του ευρωπαϊκού ρεύματος στην Ελλάδα, ενώ ενθάρρυνε τη μετάλλαξή του προς μια άλλη γλώσσα που διατηρεί την ουσία του συμβολισμού χωρίς τους εξωτερικούς τύπους του.

Ο Κώστας Χατζόπουλος (Τα ελεγεία και τα ειδύλλια, 1918) είχε παραμείνει ένα μεγάλο διάστημα στη Γερμανία όπου μυήθηκε στη βορειοευρωπαϊκή καλλιτεχνική δημιουργία αλλά και τη βόρεια ατμόσφαιρα. Η εμπειρία αυτή μεταφέρεται στην ποίησή του ως θολή, φθινοπωρινή, σκιώδης ατμόσφαιρα που διακρίνεται από εξαιρετική μουσικότητα. Είναι ο πιο συνεπής συμβολιστής ποιητής.
Τη νέα ποιητική γλώσσα, πιο κοντά σε γαλλικά πρότυπα αυτή τη φορά, χρησιμοποιεί ο Ιωάννης Γρυπάρης (Σκαραβαίοι και τερρακότες, 1919), του οποίου το έργο σημειώνει ακριβώς το πέρασμα από τον παρνασσισμό στο συμβολισμό.
Ο Λάμπρος Πορφύρας (Σκιές, 1920), ένας ελάσσων αλλά αυθεντικός ποιητής, εξέφρασε με το γνησιότερο τρόπο τη μελαγχολία της γενιάς του. Οι τρεις αυτοί ποιητές αποτελούν την πλέον χαρακτηριστική εκπροσώπηση και θα λέγαμε τις τρεις παραλλαγές του συμβολισμού στον ελληνικό χώρο.

Αξιόλογος ποιητής υπήρξε ο Λορέντζος Μαβίλης (1860-1912), η ποίηση του οποίου αποτελεί το αποτέλεσμα της συνάντησης των σύγχρονων καλλιτεχνικών ρευμάτων, των σοσιαλιστικών του πεποιθήσεων και της επτανησιακής ποιητικής παράδοσης. Ο Μαβίλης καλλιέργησε σχεδόν αποκλειστικά το σονέτο.

Άλλοι ποιητές της περιόδου είναι ο Μιλτιάδης Μαλακάσης (1869-1943), ο οποίος κινείται επίσης στο κλίμα του συμβολισμού (Ασφόδελοι, 1918), για να στραφεί αργότερα σε άλλη κατεύθυνση με ποιήματα όπως ο Μπαταριάς, ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου (1877-1940), νεότερος από τους προηγούμενους και με ποικίλο και ευρύ έργο, το οποίο συνδέει αυτή τη γενιά, του τέλους του αιώνα, με την επόμενη, του 1920, ο Σπήλιος Πασαγιάννης, ο Αλέκος Φωτιάδης, ο Μάρκος Τσιριμώκος, ο Νίκος Πετιμεζάς, ο Σωτήρης Σκίπης και οι νεότεροι Αθανάσιος Κυριαζής και Γεώργιος Αθάνας (Γ. Αθανασιάδης-Νόβας). Στην περίοδο αυτή κάνουν την εμφάνισή τους σημαντικοί ποιητές που με το έργο τους σφράγισαν τα νεοελληνικά γράμματα.
Με κοινή αφετηρία την αντίδρασή τους στην παρακμή, ένα διονυσιακό ενθουσιασμό και το όραμα για την αναγέννηση ενός καλύτερου και ηρωικού κόσμου, εγκαινιάζουν αυτή την εποχή τη δημιουργία τους στην ποίηση που θα συνεχιστεί για πολύ μεγάλο διάστημα ακόμα και θα απλωθεί και σε άλλα είδη του λόγου. Πρόκειται για τον Άγγελο Σικελιανό (1884-1951), το Νίκο Καζαντζάκη (1883-1957) και τον Κώστα Βάρναλη (1884-1974). Οι δυο πρώτοι με μια μεσσιανική αντίληψη για το δημιουργό-κομιστή σωτήριου μηνύματος, με έντονες υπαρξιακές ανησυχίες, απομακρύνονται από τη μονότονη καθημερινότητα, ψάχνοντας την ηρωική διάσταση της ζωής. Ο Βάρναλης από την άλλη, μετά τα πρώτα συμβολικά του ποιήματα θα στρατευτεί στην κομουνιστική ιδεολογία, ευθυγραμμίζοντας την τέχνη του με το επαναστατικό πρόγραμμα του κομουνιστικού κόμματος.
Στην Αλεξάνδρεια, έχει ήδη εμφανιστεί ένας κορυφαίος ποιητής που θα αποτελέσει μοναδική περίπτωση στην ελληνική ποίηση, ο Κωνσταντίνος Καβάφης (1863-1933), δημιουργώντας μια δική του ιδιότυπη ποιητική.