Γενικά, η γλυπτική της περιόδου χαρακτηρίζεται από την κυριαρχία της ακαδημαϊκής γλυπτικής.

Παράλληλα όμως και ειδικά με τη γνωριμία του έργου του Ροντέν και από την εποχή του Α' Παγκόσμιου Πολέμου, με τις ευρωπαϊκές εξελίξεις, η ελληνική γλυπτική οδηγείται και αυτή προς το σύγχρονο προβληματισμό. Όλη η περίοδος μπορεί να θεωρηθεί ως κρίκος ανάμεσα στον ακαδημαϊσμό και το μοντερνισμό που εκδηλώνεται μετά το 1922.

Η γλυπτική καλείται κατεξοχήν να εκφράσει το πατριωτικό στοιχείο και να απαθανατίσει τους εθνικούς θριάμβους αυτή την εποχή. Σημαντικοί γλύπτες της εποχής που συνεχίζουν το έργο τους από την προηγούμενη περίοδο είναι οι Λάζαρος Σώχος, Γεώργιος Μπονάνος, Γεώργιος Βρούτος και Δημήτριος Φιλιππότης. Παράλληλα, γλυπτά σαν το Ταφικό Μνημείο της Οικογένειας Καλλιοντζή του Νικόλαου Στεργίου στο Α' Νεκροταφείο (1917) ή το Ταφικό Μνημείο της Οικογένειας Αθηνογένους στο Α' Νεκροταφείο (1910) του Πέτρου Ρούμπου, που εντάσσεται στο στιλ art deco, δείχνουν την τάση της ελληνικής γλυπτικής προς περισσότερο μοντέρνες μορφές. Από την άλλη, ο Θωμάς Θωμόπουλος (Αυτοθυσία, 1902) και ο Κώστας Δημητριάδης (Άνδρας, 1910, Χορεύτρια, 1920) εκφράζουν με το έργο τους περισσότερο ακριβώς αυτή την εποχή της μετάβασης, ο πρώτος περισσότερο κλασικός,

επηρεασμένος από το Ροντέν και τον Μπουρντέλ ο δεύτερος. Γενικά, σημειώνεται σιγά-σιγά αυτή την εποχή η αποδέσμευση της ελληνικής γλυπτικής από την κλασική παράδοση και η αποδοχή από αυτήν των διδαγμάτων των ευρωπαϊκών νεοτεριστικών ρευμάτων. Πιστός στην ακαδημαϊκή παράδοση θα μείνει ο Γεώργιος Δημητριάδης ο Αθηναίος, ο πιο παραγωγικός έλληνας γλύπτης.

Προς το τέλος της περιόδου εγκαινιάζεται η δεύτερη περίοδος δημιουργίας του Γιαννούλη Χαλεπά, ύστερα από ένα μεγάλο διάστημα σιωπής λόγω του ψυχικού του κλονισμού. Από το 1918 αρχίζει στην Τήνο μια καινούρια δουλειά πολύ διαφορετική από την προηγούμενη, η οποία είναι γνωστή ως η "μεταλογική" του περίοδος. Για τα έργα αυτής της περιόδου ο Χαλεπάς τοποθετείται ανάμεσα στους σημαντικότερους δημιουργούς της ευρωπαϊκής τέχνης.