Αγάπη στο χωριό είναι ένα ακόμη σύμπτωμα της απεγνωσμένης εξέγερσης στην κοινωνική αδικία,

που προκαλείται από την καθυστέρηση του λαού (και το φταίξιμο, αφήνεται να εννοηθεί, ανήκει αποκλειστικά στην άρχουσα τάξη). Ο Χατζόπουλος, με τη σειρά του, καταγγέλει κι αυτός τη συναισθηματική αποστέγνωση που μοιραία επιφέρει ο φετιχισμός του χρήματος και της ιδιοκτησίας. Ο πύργος του Ακροπόταμου (δημοσιευμένος σε συνέχειες το 1909) είναι η ιστορία τριων ξεπεσμένων γεροντοκορών που ζουν απομονωμένες στην προληπτική και ανώφελη υπερηφάνειά τους, μέσα σε ένα αγροτικό περιβάλλον, εντελώς κυνικό και εχθρικό. Η κατάστασή τους είναι μια διαρκής ματαιότητα, χωρίς ελπίδες ή αυταπάτες. Ο Χατζόπουλος δεν κρύβει τη συγκίνησή του που, όμως δεν μεταπίπτει σε οίκτο ξέρει να ενδίδει στην ποίηση, να σκύβει πάνω από τους πονεμένους. Ό,τι, όμως, ενδιαφέρει περισσότερο από την άποψη της αφηγηματικής τεχνικής, είναι ότι δεν επιμένει πια στις δυσάρεστες μικρολεπτομέρειες αλλά παρατηρεί με τις αισθήσεις σχεδόν χαλαρωμένες, χωρίς να αφήνεται να τον σκληρύνει η ένταση της μαχητικότητας. Η γραφή του ποικίλλει κι αν τα γεγονότα δικαιώνουν την απαισιοδοξία του και η καταπίεση της αγροτικής κοινωνίας δικαιολογεί την ανυπομονησία του για μια ριζοσπαστική μεταρρύθμιση, το μυθιστόρημα στο σύνολό του προβάλλει την ανθρώπινη ζωή στη συνθετότητά της παρακάμπτοτας κάθε δογματισμό και μονομέρεια, Πάντως στην αναζήτηση μιας νέας αφηγηματικής γλώσσας, σταθμό θα αποτελέσει το μυθιστόρημα Φθινόπωρο(1917)" [...].

M. Vitti, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Αθήνα, Οδυσσέας, 1978, σ. 323.

"[...] Στη Ζωή και το θάνατο του Καραβέλα υπάρχει η δυναστεία του χρήματος και του συμφέροντος, και ο γενικός τόνος της συναλλαγής καλύπτει τα πάντα στο βιβλίο. Όλα γίνονται αντικείμενο συναλλαγής: η τιμή, ο έρωτας, τα περιουσιακά στοιχεία, οι κληρονομιές.

Μέσα σε αυτή την αποπνικτική ατμόσφαιρα του υπολογισμού και του ανταγωνισμού προβάλλει ένα δυνατό κι εξουσιαστικό πάθος[...] ο Καραβέλας μεταμορφώνεται σε τραγικό ήρωα. Το πάθος του, που δεν γνωρίζει όρια και μέτρα, τον υψώνει στο επίπεδο της τραγωδίας. "Το χρήμα αντιδικεί με το πάθος", γράφει ο Άγγελος Τερζάκης για τη Ζωή και το θάνατο του Καραβέλα, "και στη συνείδηση του αναγνώστη είναι το δεύτερο που αθωώνεται[...]. Το πάθος αντιπροσωπεύεται από τον Καραβέλα, το χρήμα από το κοινωνικό περιβάλλον που τον περιστοιχίζει. Γιατί δεν είναι μόνο ο καραβέλας που πρωταγωνιστεί στο μυθιστόρημα, είναι και το περιβάλλον των μικρών, μοχθηρών και απαίδευτων χωρικών[...]. Γενικά δεν υπάρχει ίχνος καλοσύνης στο μυθιστόρημα, και ο συγγραφέας με τον τρόπο αυτό δημιουργεί μέσα μας κι έξω από τους ήρωές του, που τους περιγράφει και τους ψυχολογεί αντικειμενικά, μια κατάσταση λυτρωτικής αντίδρασης [...]."

Απόστολος Σαχίνης, Το νεοελληνικό μυθιστόρημα, Βιβλιοπωλείον της "Εστίας", Αθήνα, 1980, σ. 211-212, αναφορά στο Γιάννης Δάλλας (παρουσίαση-ανθολόγηση), "Κωνσταντίνος Θεοτόκης", στο Π. Μουλλάς (εισ.-επιμ.), Η Παλαιότερη πεζογραφία μας, τ. Ι', σ. 223-224.

"Η βαριά κατάθλιψη, η υποταγή στη μοίρα, η έλλειψη αντίστασης, ο συμβιβασμός με την αποτυχία, η συνθηκολόγηση με τη μικροαστική μιζέρια, όλα αυτά τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα, τοποθετημένα σ' ένα κοινωνικό περιβάλλον που το μαστίζει αλύπητα η φτώχεια και η αθλιότητα και η κακομοιριά, δημιουργούν το ψυχικό κλίμα της πεζογραφίας του Βουτυρά-ένα κλίμα διαβρωτικό που στενάζει βαθιά κάτω από το καταθλιπτικό βάρος της απαισιοδοξίας.
[...]Ωστόσο ο Δημοσθένης Βουτυράς κατείχε τη δύναμη να υποβάλλει αυτή την ατμόσφαιρα στον αναγνώστη του, και χάρη στους αφηγηματικούς του τρόπους ασυνείδητα στραμμένους προς την αλληγορική, την ελλειπτική και την υπαινικτική έκφραση, μπόρεσε να προσδώσει στην υποβολή αυτή μια ευρύτερη ψυχική και συμβολική προέκταση. Έτσι δικαίωσε κατά κάποιο τρόπο τα ελαττώματα του αφηγηματικού έργου του κι έμεινε στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας σαν ο εισηγητής και ο θεμελιωτής της λαϊκής πεζογραφίας".

Απόστολος Σαχίνης, Αναζητήσεις της μεσοπολεμικής πεζογραφίας, (α' έκδοση 1945), Θεσσαλονίκη, 1978, σ. 16-17, αναφορά στο Βέρα Βαρσαδάνη (παρουσίαση-ανθολόγηση), "Δημοσθένης Bουτυράς', στο Π. Μουλλάς (εισ.-επιμ.) Η Παλαιότερη πεζογραφία μας, τ. Ι', σ. 316.