Αποδεικτικά στοιχεία

Για να υποστηρίξουν τους ισχυρισμούς τους οι διάδικοι μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τρεις κατηγορίες αποδεικτικών στοιχείων. Μπορούσαν να φέρουν μάρτυρες ή αποδεικτικά έγγραφα ή το θετό δίκαιο.

Θετό δίκαιο

Σε πλήρη αντίθεση με το σύγχρονο δίκαιο όπου οι δικαστές γνωρίζουν ποια είναι η νομοθεσία (jus novit curia), τον 5ο και 4ο αιώνα οι νόμοι της Αθήνας χρησιμοποιούνταν ως αποδεικτικά στοιχεία. Με άλλα λόγια, οι διάδικοι έπρεπε να παρουσιάσουν στους ενόρκους τους σχετικούς με την υπόθεσή τους νόμους. Όποιος προσκόμιζε ως αποδεικτικό στοιχείο ένα νόμο που δεν υπήρχε του επιβαλλόταν η θανατική ποινή (Λυσίας, Κατά Νικομάχου, 3 και Δημοσθένης, Κατά Αριστογείτονος, 24).

Η χρήση του θετού δικαίου ως αποδεικτικού στοιχείου σήμαινε ότι οι νόμοι δεν παρείχαν κανόνες για την επίλυση μιας υπόθεσης, αλλά ότι έθεταν όρια μέσα στα οποία θα έπρεπε να ληφθεί μια απόφαση. Επιπλέον, αυτή η μέθοδος δημιουργούσε το πρόβλημα του πώς θα βρισκόταν το απόσπασμα της σχετικής νομοθεσίας, εάν ασαφείς νόμοι ήταν έγκυροι ή όχι, καθώς και το πρόβλημα της ερμηνείας των ασαφών διατυπώσεων του νόμου (όπως στο Λυσία, Κατά Θεομνήστου Α', 16-20). Ο διάδικος μπορούσε να παραθέσει απόσπασμα ενός νόμου, όπως στον Υπερείδη (Ευξένιππος, 7), ή να παραθέσει ολόκληρο το κείμενο του νόμου. Στο λόγο του Δημοσθένη Περί του στεφάνου παρατίθενται ψηφίσματα του Βυζαντίου (90) και της Χερρονήσου (92) ως αποδεικτικά στοιχεία.

Οι νόμοι σώζονται είτε επί λέξει είτε αναφέρονται στην αφήγηση μιας αγόρευσης δικαστηρίου ή ακόμα πιο σπάνια βρίσκονται γραμμένοι πάνω σε πέτρα. Οι νόμοι κάλυπταν ένα εντυπωσιακά ευρύ πεδίο της ζωής. Πάνω απ' όλα αδικήματα κατά του πολιτεύματος της πόλεως (νόμοι κατά της τυραννίας, Ανδοκίδης, Περί των Μυστηρίων, 96-98 και στην επιγραφή SEG xii 87), νόμοι για την ψήφιση αντισυνταγματικών νόμων, για τα δικαιώματα και τα καθήκοντα του πολίτη, για τη ρύθμιση της κληρονομιάς (διαθήκες, Δημοσθένης, Περί του Στεφάνου Β', 14), τη διαδοχή εξ αδιαθέτου (Δημοσθένης, Προς Μακάρτατον, 51) και τη θέση της μοναδικής κληρονόμου (Δημοσθένης, Προς Μακάρτατον, 54), για το γάμο, τα σεξουαλικά αδικήματα (βιασμός και μοιχεία, Δημοσθένης, Κατά Νεαίρας, 87), την κακομεταχείριση των γονέων (Δημοσθένης, Κατά Τιμοκράτους, 105), την ύβρη (Δημοσθένης, Κατά Μειδίου, 47), την κλοπή (Δημοσθένης, Κατά Τιμοκράτους, 105), την ανθρωποκτονία (στην επιγραφή IG i3 104), την ασέβεια, την αποφυγή στράτευσης, το νόμισμα (στην επιγραφή SEG xxvi 72), τους όρους για την παροχή πίστωσης (Δημοσθένης, Προς Λάκριτον, 51), τους ιερούς νόμους (στην επιγραφή IG i2 334, LSCG 5), τα όρια ιδιοκτησίας (Πανδέκτης, 10.13), τις συσσωματώσεις (Πανδέκτης, 4722.4), την προστασία των ιερών ελαιόδεντρων (Δημοσθένης, Προς Μακάρτατον, 71).

Μάρτυρες

Οι μάρτυρες παρέμειναν για μεγάλο χρονικό διάστημα το κύριο αποδεικτικό μέσο στα αθηναϊκά δικαστήρια. Αλλά ποιοι καλούνταν ως μάρτυρες και τι κατέθεταν; Η μελέτη της Humphreys (1985) σ' αυτό το θέμα  παραμένει θεμελιώδης. Συνήθως συγγενείς, φίλοι (Ισoκράτης, Περί της περιουσίας του Πύρρου, 19) και γείτονες καλούνταν ως μάρτυρες, αλλά υπήρχαν και περιπτώσεις που καλούνταν οι παρευρισκόμενοι, οι συνέταιροι, εχθροί του αντιδίκου και άνθρωποι με τους οποίους είχαν επαγγελματικές σχέσεις.

Τον 5ο αιώνα οι μάρτυρες κατέθεταν αυτοπροσώπως στο δικαστήριο το τι γνώριζαν για την υπόθεση, ενώ τον 4ο αιώνα μπορούσαν να εμφανιστούν στο δικαστήριο και να επιβεβαιώσουν την κατάθεσή τους, την οποία διάβαζε ο υπάλληλος. Οι διάδικοι μπορούσαν να ζητήσουν από κάποιον να καταθέσει είτε στο δικαστήριο είτε κατά την ακροαματική διαδικασία της δημόσιας διαιτησίας. Εάν ο προτεινόμενος μάρτυρας δεν το έκανε (Δημοσθένης, Προς Τιμόθεον, 19-20), μπορούσε να του ασκηθεί δίωξη (δίκη λιπομαρτυρίων).

Ο ρόλος του μάρτυρα δεν ήταν να αποδείξει γεγονότα, αλλά να υποστηρίξει τον ενάγοντα (ή τον εναγόμενο). Η εξ ακοής μαρτυρία, δηλαδή τι άκουσε ο μάρτυρας να λέγεται από άλλους ανθρώπους, δε γινόταν δεκτή. Δε γίνονταν επίσης δεκτοί ως μάρτυρες όσοι είχαν χάσει τα πολιτικά τους δικαιώματα (άτιμοι), οι ανήλικοι και οι γυναίκες. Εκείνες μπορούσαν να καταθέσουν ενόρκως μόνο στις υποθέσεις ανθρωποκτονιών (Ισοκράτης, Yπέρ Ευφιλήτου, 5 και Δημοσθένης, Προς Ευβουλίδην, 67). Καταθέσεις από μάρτυρες εξειδικευμένους σε κάτι, όπως γιατροί, δε φαίνονταν να έχουν ιδιαίτερο βάρος, όπως δείχνει η υπόθεση στο λόγο του Δημοσθένη, Κατά Κόνωνος, 10. Σε άλλες περιπτώσεις δε χρησιμοποιήθηκε μαρτυρία από γιατρό (Λυσίας, Υπέρ του αδυνάτου, και Δημοσθένης, Κατά Ευέργου, 67). Οι ξένοι επίσης μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως μάρτυρες (Δημοσθένης, Κατά Αριστογείτονος Α', 62, Προς Λάκριτον, 14, 20, 23, 33 και Υπερείδης, Kατά Δημοσθένους, 33).

Η κοινωνική θέση των μαρτύρων έπαιζε επίσης σημαντικό ρόλο. Η αντιμετώπιση της μαρτυρικής κατάθεσης δείχνει ξεκάθαρα (και μερικοί υποστηρίζουν ωμά) το διαχωρισμό ανάμεσα στους ελεύθερους και τους δούλους. Η κατάθεση ενός δούλου δε γινόταν δεκτή, εκτός αν δινόταν κατόπιν βασάνου. Εκείνο πάντως που προκαλεί έκπληξη είναι η σπανιότητα της διαδικασίας, αν και υπάρχουν αρκετές περιπτώσεις όπου λέγεται ότι οι διάδικοι διέθεταν τους δούλους τους για να καταθέσουν κατόπιν βασάνου.

Εκείνοι που έδιναν ψευδή κατάθεση μπορούσαν να κατηγορηθούν γι' αυτόν το λόγο από έναν από τους διαδίκους (δίκη ψευδομαρτυρίων), όπως στο Δημοσθένη, Κατά Στεφάνου, όπου ο ενάγων ισχυρίζεται ότι η κατάθεση του Στεφάνου σε μια προηγούμενη δίκη που αφορούσε την πατρική περιουσία του αποτελούσε εξ ακοής μαρτυρία.

Αποδεικτικά έγγραφα

Οι διάδικοι μπορούσαν να προσκομίσουν ιδιωτικά και δημόσια έγγραφα ως αποδεικτικά στοιχεία, όπως διαθήκες, συμφωνητικά, καταθέσεις. Η χρήση εγγράφων φαίνεται να αυξάνεται μετά τις αρχές του 4ου αιώνα και κυρίως στις εμπορικές υποθέσεις (εμπορικαί δίκαι), εξαιτίας της πολυπλοκότητας των συμφωνητικών. Σε περίπτωση που ο διάδικος ήθελε να χρησιμοποιήσει ένα έγγραφο ως αποδεικτικό στοιχείο αλλά δεν το είχε, μπορούσε να κάνει μια επίσημη αίτηση (πρόκλησις) ενώπιον μαρτύρων στον κάτοχο του εγγράφου για να το παρουσιάσει ή για να του επιτρέψει να πάρει αντίγραφο (Δημοσθένης, Προς Τιμόθεον, 43, και Κατά Ολυμπιοδώρου, 48). Ο διάδικος μπορούσε επίσης να προκαλέσει τον αντίδικό του να δεχτεί τη γνησιότητα του εγγράφου.

Αρχική Σελίδα