|
Προκαταρκτική εξέταση (ανάκρισις)
Οι κατηγορίες δεν μπορούσαν να υποβληθούν οποιαδήποτε
ημέρα. Οι ημέρες των εορτών και των συνελεύσεων του δήμου -που ήταν μάλιστα
πάρα πολλές- εξαιρούνταν (Δημοσθένης, Κατά Μειδίου, 10), ενώ οι
αγωγές για συγκεκριμένες υποθέσεις γίνονταν δεκτές σε συγκεκριμένες ημέρες.
Για παράδειγμα, οι έμμηνοι δίκαι, οι κατηγορίες για ανθρωποκτονία, δε
γίνονταν δεκτές κατά τους τελευταίους 3 μήνες της θητείας του βασιλέως―
οι δημόσιες κατηγορίες για μοιχεία, τα ξένια και χρέη υποβάλλονταν μόνο
την τελευταία ημέρα κάθε μήνα, ενώ αγωγές για κληρονομικές υποθέσεις δεν μπορούσαν
να υποβληθούν τον τελευταίο μήνα του χρόνου.
Έχοντας προσδιορίσει το δικαστή, το χρόνο και τη διαδικασία
που θα χρησιμοποιήσει, ο μηνυτής έπρεπε να κλητεύσει τον κατηγορούμενο. Οι κλητεύσεις
περιλάμβαναν την αξίωση/κατηγορία και την ημερομηνία που
θα προσερχόταν ενώπιον του δικαστή. H κλήτευση (πρόσκλησις) γινόταν προφορικά
ενώπιον μαρτύρων, 4 ημέρες πριν από την αναμενόμενη ημέρα προσέλευσης ενώπιον
του δικαστή τον 5ο αιώνα χρειαζόταν
ένας μάρτυρας, ενώ τον 4ο δύο.
Εάν ο κατηγορούμενος δεν μπορούσε να εντοπιστεί σε δημόσιο
χώρο η γνωστοποίηση γινόταν μπροστά στο σπίτι του. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις
στέλνονταν ειδικά διορισμένοι κλητήρες (Θουκυδίδης, Ιστορία, 6.61). Σε περίπτωση που δε γινόταν
κλήτευση του αντιδίκου η απόφαση ακυρωνόταν και πιθανόν να υποβαλόταν αγωγή
εναντίον των μαρτύρων για ψευδή κλήτευση (γραφή ψευδοκλητείας).Tην καθορισμένη ημέρα
οι διάδικοι έπρεπε να παρουσιαστούν ενώπιον του άρχοντος και ο κατήγορος
υπέβαλλε την κατηγορία. Εάν η αγωγή του ενάγοντα γινόταν δεκτή από το δικαστή,
αναγραφόταν σε ασπρισμένες πλάκες στην Αγορά δίπλα στα αγάλματα των επώνυμων
ηρώων. Αργότερα οι αγωγές καταχωρούνταν στο Μητρώον (Δημοσθένης, Κατά Στεφάνου
Ψευδομαρτυριών Α', 46). Σε περίπτωση που ο εναγόμενος δεν εμφανιζόταν, αν και είχε
κλητευθεί νομίμως, ο δικαστής μπορούσε να κάνει δεκτή την αγωγή του ενάγοντα.
Αλλά ακόμα και σε αυτή την περίπτωση ο άρχων μπορούσε να επιμείνει στη διόρθωση
μιας ατελώς διατυπωμένης αγωγής. Εάν και οι δύο διάδικοι εμφανίζονταν, ο δικαστής έπρεπε να
εισπράξει κάποιο ποσό που πήγαινε στην πολιτεία, το οποίο μερικές φορές ονομαζόταν
πρυτανεία (Δημοσθένης, Κατά Ευέργου, 64) και σε άλλες περιπτώσεις
παράστασις. Ο εναγόμενος έπρεπε να παρουσιάσει την υπεράσπισή του και
να κανονίσει την ημερομηνία της προκαταρκτικής εξέτασης (ανάκρισις).
Οι μέτοικοι ίσως χρειαζόταν να καταβάλουν επιπλέον εγγυήσεις.
Κατά τη διάρκεια της προκαταρκτικής εξέτασης (ανάκρισις)
οι διάδικοι εξέθεταν τους ισχυρισμούς τους και έδιναν όρκο για την ειλικρίνεια
αυτών (αντωμοσία). H προκαταρκτική εξέταση μπορούσε να αναβληθεί (Ισοκράτης,
Περί της περιουσίας του Φιλοκτήμονα, 13 και Δημοσθένης, Προς Νικόστρατον, 22).
Ο άρχοντας μπορούσε να κάνει ερωτήσεις στους διαδίκους σχετικά με τη
νομιμοποίησή τους, τη νομιμότητα των ισχυρισμών τους, την αρμοδιότητα του δικαστή
και τη νομιμότητα των κλητεύσεων (Ισοκράτης, Περί της περιουσίας του Φιλοκτήμονα,
12 και Περί της περιουσίας του Αρίσταρχου, 2). Οι διάδικοι μπορούσαν
να εξετάσουν ο ένας τον άλλο κατ' αντιπαράσταση. Στο τέλος αυτής της φάσης, ο δικαστής μπορούσε να στείλει
την υπόθεση είτε στο ακροατήριο είτε στους δημόσιους διαιτητές. Το στάδιο της
ακροαματικής διαδικασίας παρακαμπτόταν σε περίπτωση που ζητούσαν από τον Άρειο
Πάγο να διεξάγει μια προκαταρκτική ανάκριση και να δημοσιοποιήσει το αποτέλεσμά
της στο λαό (απόφασις).
Ο εναγόμενος, σε αυτό το στάδιο, μπορούσε πάντοτε να παρουσιάσει
ένα μάρτυρα που θα επιβεβαίωνε ένα γεγονός (διαμαρτυρία). Κάτι τέτοιο
θα είχε ως αποτέλεσμα τη διακοπή της πορείας της αγωγής, εκτός αν αποδεικνυόταν
ότι επρόκειτο για ψευδή κατάθεση. Για αυτό όμως το σκοπό ο αντίδικος έπρεπε
να ξεκινήσει ποινική δίωξη για ψευδή κατάθεση (δίκη ψευδομαρτυρίων).
Ως εναλλακτική λύση ο εναγόμενος, μετά το 403/2 π.Χ., μπορούσε
να ισχυριστεί ενόρκως ότι κατηγορούνταν παράνομα (παραγραφή). Μια τέτοια
ένσταση μπορούσε να οδηγήσει σε νέα δίκη, με τους ρόλους του ενάγοντος και του
εναγόμενου αντεστραμμένους. Σύντομα αυτός ο μηχανισμός αντικατέστησε τη διαμαρτυρία,
εκτός από τις κληρονομικές υποθέσεις, διότι σε αυτές δεν υπήρχαν διάδικοι αλλά
άτομα που διεκδικούσαν κάποια περιουσία. Πάντως, η παραγραφή δεν μπορούσε να
εμποδίσει την υποβολή γραφής. Σε υποθέσεις ανθρωποκτονιών οι κατηγορίες δεν μπορούσαν να
υποβληθούν στο βασιλέα κατά τη διάρκεια των τελευταίων τριών μηνών του
ημερολογιακού έτους. Γίνονταν τρεις συνεδριάσεις, παρόμοιες με την ανάκριση
(οι προδικασίαι), μετά την αναγγελία της τελετουργικής αποβολής του
κατηγορουμένου από τους δημόσιους χώρους (πρόρρησις). Αρχική Σελίδα |