|
Δημόσια διαιτησία
Το στάδιο της δημόσιας διαιτησίας
ήταν μια προσπάθεια για την επίλυση διαφορών χωρίς την ανάμειξη του δικαστηρίου
και εισήχθη γύρω στο 400 π.Χ. Όλοι οι πολίτες άνω των 60 ετών υπηρετούσαν για
ένα χρόνο ως διαιτητές. Τα ονόματα των διαιτητών για τα έτη 325/324 π.Χ. διασώζονται
στην επιγραφή IG ii2 (1926). Εξαίρεση γινόταν όταν κάποιο άτομο κατείχε κάποιο αξίωμα
ή βρισκόταν εκτός του δήμου. Στις αρχές του ημερολογιακού έτους, στα μέσα του
Ιουλίου, οι διαιτητές χωρίζονταν σε 10 συνθέσεις, άσχετα με τη φυλή που ανήκαν,
και καθεμία από αυτές διοριζόταν για να αποφασίσει για τις υποθέσεις μιας φυλής.
Οι Σαράντα διόριζαν ένα διαιτητή για κάθε υπόθεση που παραπεμπόταν
σε αυτούς. Ο διαιτητής πληρωνόταν 1 οβολό την ημέρα από κάθε διάδικο
συν 1 δραχμή για κάθε μέρα που παρατεινόταν η ακροαματική διαδικασία
λόγω αναβολών. Η διαιτησία έπρεπε να έχει ολοκληρωθεί κατά τη διάρκεια της ετήσιας
θητείας του διαιτητή και δεν μπορούσε να μείνει σε εκκρεμότητα.
Η δημόσια διαιτησία ήταν υποχρεωτική για κάποιες περιπτώσεις
διαφορών― οι γραφαί και οι δίκαι που παρουσιάζονταν στον
επώνυμο άρχοντα και στο βασιλέα παραπέμπονταν στους ενόρκους
για την ακροαματική διαδικασία, ενώ οι δίκες που υποβάλλονταν στους Σαράντα
παραπέμπονταν στους δημόσιους διαιτητές. Σε αυτό το στάδιο οι δύο πλευρές
έπρεπε να εκθέσουν όλα τα επιχειρήματά τους ενώπιον του διαιτητή. Εάν η υπόθεση
δεν επιλυόταν, αυτά τα αποδεικτικά στοιχεία συγκεντρώνονταν μέσα σε ένα πήλινο
δοχείο (έχινος) και υποβάλλονταν στους ενόρκους.
Η απόφαση των διαιτητών ήταν δεσμευτική, αλλά χρειαζόταν
την επικύρωση του δικαστή. Εάν η μία από τις δύο πλευρές αισθανόταν ότι είχε
αδικηθεί, μπορούσε να κατηγορήσει το διαιτητή με εισαγγελία ότι διεξήγαγε
τη διαδικασία με ανάρμοστο τρόπο. Η ποινή ήταν απώλεια των πολιτικών δικαιωμάτων
(ατιμία). Αρχική Σελίδα |