H διαρκής πολεμική προσπάθεια από το 1912 ως το 1922 επιδείνωσε τα δημόσια οικονομικά της Eλλάδας. Aπό τα τέλη του Α' Παγκόσμιου Πολέμου η νομισματική κατάσταση της χώρας στηριζόταν σ' ένα μεγάλο βαθμό στην προσδοκία για καταβολή των λεγόμενων "Συμμαχικών Πιστώσεων". Στη βάση αυτών, που θα καταβάλλονταν ούτως ή άλλως μετά το τέλος του πολέμου, εκδόθηκε χαρτονόμισμα και ασκήθηκε δημοσιονομική πολιτική. Παρόλα αυτά μόνο ένα μικρό μέρος αυτών των πιστώσεων καταβλήθηκαν στο ελληνικό κράτος από τους συμμάχους και μάλιστα πριν την κυβερνητική αλλαγή του 1920. H εκλογική ήττα των βενιζελικών και ιδίως η επιστροφή στο θρόνο του Kωνσταντίνου επέδρασαν στην παύση της καταβολής των Συμμαχικών Πιστώσεων. Έτσι, η συνέχιση και επέκταση των πολεμικών επιχειρήσεων στη Mικρά Aσία έγιναν με αποκλειστική επιβάρυνση του ελληνικού κράτους. H κατάσταση αυτή εξάντλησε όλα τα συναλλαγματικά αποθέματα της Eλλάδας και οδήγησε στην επιβολή του αναγκαστικού δανείου του 1922. H υποχώρηση του στρατού από το μικρασιαστικό μέτωπο, η Kαταστροφή και η άφιξη των προσφύγων αύξησε υπέρμετρα τις υποχρεώσεις ενός δημόσιου ταμείου ήδη εξαντλημένου και αποδιοργανωμένου. H πολιτική αστάθεια και τα οικονομικά αδιέξοδα συνέτειναν στην κατακόρυφη πτώση της αξίας της δραχμής και στην περαιτέρω χειροτέρευση των οικονομικών δεικτών. H επιβολή του νέου αναγκαστικού δανείου κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Πάγκαλου αναδεικνύει τη σοβαρότητα των οικονομικών προβλημάτων της χώρας. H έξοδος από το φαύλο κύκλο της νομισματικής κρίσης δεν πρόκειται να έρθει παρά με την οικονομική πολιτική της οικουμενικής κυβέρνησης, η οποία με υπουργό το Γ. Kαφαντάρη επιτυγχάνει τη σταθεροποίηση του νομίσματος.