Το εξωτερικό χρέος, ενώ το 1914 περιοριζόταν σε 1.485.000 αγγλικές λίρες και 2.850.000 γαλλικά φράγκα, το 1926 ανερχόταν σε 3.111.600 αγγλικές λίρες, 22.875.000 γαλλικά φράγκα, 2.797.000 δολλάρια H.Π.A. και 4.142.600 βελγικά φράγκα. Στο χρέος του 1926 θα προστεθούν αργότερα τα δάνεια για την εγκατάσταση των προσφύγων, η μερίδα του τουρκικού χρέους που αναλογούσε στις νέες επαρχίες που εντάχτηκαν στο ελληνικό κράτος από το 1912 και μετά (το χρέος ανέλαβε η Ελλάδα σύμφωνα με τη συνθήκη της Λοζάνης) και το ποσό που προέκυπτε από τις εκκαθαρίσεις των συμμαχικών προκαταβολών της περιόδου του Α' Παγκόσμιου Πολέμου (Συμμαχικές Πιστώσεις). Ο οικονομολόγος A. Ανδρεάδης σημείωνε το 1927 ότι "... η Ελλάς εξ αιτίας του πολέμου κινδυνεύει να ιδη την υπηρεσίαν του χρέους της απορροφούσαν 40% και πλέον των εσόδων της". Η υποτίμηση της δραχμής, η οποία αύξησε το βάρος της υπηρεσίας του εξωτερικού χρέους, αντίθετα ελάφρυνε σημαντικά το εσωτερικό, τις οφειλές δηλαδή του δημοσίου που προέκυπταν από τα αναγκαστικά δάνεια του 1922 και του 1926. Η ανακούφιση όμως του δημοσίου έγινε εις βάρος των πολιτών και της αποταμιευτικής τους δυνατότητας.