Oι δημόσιες δαπάνες μετά τον A' Παγκόσμιο Πόλεμο αυξήθηκαν κατακόρυφα. Έτσι, ενώ το 1914 δεν ξεπερνούσαν τις 624.793.533 δραχμές, το 1924 έφτασαν τις 5.514.907 δραχμές. Ο αριθμός των δημόσιων υπαλλήλων εξάλλου διπλασιάστηκε μέσα σε διάστημα 10 ετών. Από 37.660 το 1915 σε 72.610 το 1924, ενώ το σύνολο των αποδοχών τους από 72.728.855 δραχμές το 1915 έφτασε στις 1.444.669.701 δραχμές το 1924. Bεβαίως οι μισθοδοτικές αυξήσεις υπολείπονταν της ανόδου των τιμών, καθώς η δραχμή έχασε 12 1/2 φορές την αξία της από το 1915 ως το 1925. Οι φόροι διπλασιάστηκαν μέσα στο διάστημα της δεκαετίας αυτής. Όπως παρατηρεί ο Α. Ανδρεάδης, "Αν λάβωμεν τον φόρον κατά κεφαλήν: 215 εκατομμύρια κατανεμόμενα εις 4.900.000 κατοίκους (1915) δίδουσι 43 δρχ. κατά κεφαλήν, τα 6.044 κατανεμόμενα εις 6.300.000 (1925) δίδουσιν 927. Εν άλλαις λέξεσιν, ενώ το νόμισμα δεν υπετιμήθη ή κατά 12 1/2 φορές, ο κατά κεφαλήν φόρος ηύξησε κατά 21 1/2 , ήτοι κατ' αναλογίαν σχεδόν διπλασίως".

Το κόστος της Μικρασιατικής Εκστρατείας αντιμετωπίστηκε κυρίως με εσωτερικό αναγκαστικό δάνειο. Τον Απρίλιο του 1922 η κυβέρνηση διχοτόμησε τα χαρτονομίσματα μετατρέποντας το 50% της αξίας τους σε ομολογίες κρατικού δανείου με 6,5% επιτόκιο. Από το αναγκαστικό αυτό δάνειο, που δε θα ήταν και το τελευταίο του είδους, εξοικονομήθηκαν 950.000.000 δραχμές και μαζί με την κυκλοφορία νέου χαρτονομίσματος, συνολικά 1.500.000 δραχμές.