πό τα μέσα του 9ου αιώνα, με τη σταθεροποίηση των ανατολικών συνόρων και τη λήξη της εικονομαχικής κρίσης, διαφαίνονται τα πρώτα σημεία ανάκαμψης του Bυζαντίου. H ανοδική πορεία, που γίνεται αισθητή σε όλους τους τομείς, θα κορυφωθεί το 10ο αιώνα με τη μακεδονική δυναστεία.
Στην περιοχή των γραμμάτων, η περίοδος αυτή έχει χαρακτηρισθεί ως η εποχή του βυζαντινού ουμανισμού, με μια εξαιρετικά πλούσια λογοτεχνική παραγωγή, με την αναβίωση των κλασικών γραμμάτων, με τη δημιουργία πνευματικών ρευμάτων (πχ. εγκυκλοπαιδισμός) και με την ανάδειξη μεγάλων πνευματικών προσωπικοτήτων. H Kωνσταντινούπολη εξελίσσεται στο μεγαλύτερο πνευματικό κέντρο του μεσαιωνικού κόσμου. Tο απόγειο αυτό διαδέχεται μια βαθιά κρίση, που θα καταλήξει στη σταυροφορία του 1204.
Στο χώρο της ιστοριογραφίας η επιστροφή στην κλασική παιδεία θα σημάνει και την αναβίωση της κλασικίζουσας ιστοριογραφίας. Οι ιστορικοί της περιόδου αυτής υπερακοντίζουν στο ύφος και στη χρήση της αττικίζουσας γλώσσας ακόμη και τα ίδια τα κλασικά πρότυπά τους. Προέρχονται στην πλειοψηφία τους από την αριστοκρατική τάξη και εμπλέκονται περισσότερο ή λιγότερο στα ιστορικά γεγονότα. Η συγγραφή τους διαρθρώνεται συνήθως επί τη βάσει των αυτοκρατορικών διαδοχών, γι' αυτό και τα περισσότερα ιστορικά κείμενα της περιόδου αυτής ονομάζονται Βασιλείες.
Η προσφορά της μεσοβυζαντινής κλασικίζουσας ιστοριογραφίας στην ιδεολογική πορεία του Βυζαντίου εστιάζεται στο γεγονός ότι τα ιστορικά κείμενα της εποχής αντανακλούν την αντίθεση του βυζαντινού κόσμου τόσο με την αραβική Ανατολή όσο και με τη λατινική Δύση. Εκεί θα αναζητήσουμε, για πρώτη φορά στους μέσους χρόνους, τη διαμόρφωση μιας ιδιαίτερης ελληνικής πολιτιστικής ταυτότητας.
Στην περίοδο αυτή ανήκει μια πλειάδα κλασικίζοντων ιστορικών, ενδεικτικό της πνευματικής άνθησης της εποχής. Ξεχωρίζουν οι: Ιωσήφ Γενέσιος, Ιωάννης Καμινιάτης, Λέων Διάκονος, Μιχαήλ Ψελλός, Μιχαήλ Ατταλειάτης, Νικηφόρος Βρυέννιος, Άννα Κομνηνή, Ιωάννης Κίνναμος και Νικήτας Χωνιάτης.

Ιωσήφ Γενέσιος (10ος αιώνας), Περί Βασιλειών, Β. 1 (Μιχαήλ Β'), μετάφραση Π. Νιαβής.
Ο δε Μιχαήλ κατά το έτος 6329, τη 14η Ινδικτιώνα, χωρίς και ο ίδιος να ελπίζει και όντας ακόμη στη φυλακή, αναγορεύεται αυτοκράτορας και ανεβαίνει στο θρόνο, ενώ ακόμα είναι σιδηροδέσμιος. Σ' αυτόν προσήλθαν και προσκυνώντας υπέβαλαν τα σέβη τους όλοι όσοι έτυχε να είναι παρόντες. Καθώς όμως είχε περάσει πολλή ώρα και το κλειδί δε βρισκόταν, ώστε να ανοίξουν οι χειροπέδες, ο Ιωάννης ο Εξαβούλιος, λογοθέτης του δρόμου, εκμυστηρεύτηκε στους παρευρισκομένους ότι το κλειδί ήταν κρυμμένο στο εσώρουχο του φονευθέντος. Έτσι κατέστη δυνατό να αποδεσμευθεί ο νέος αυτοκράτορας.

Μιχαήλ Ατταλειάτης (11ος αιώνας), Ιστορία, μετάφραση Ι. Πολέμης.

Άννα Κομνηνή (12ος αιώνας), Αλεξιάς, πρόλογος, μετάφραση Α. Σιδέρη.