ι όροι "χρονικόν", "χρονογραφικόν", "χρονογραφία" χρησιμοποιούνται από τους βυζαντινούς συγγραφείς, για να δηλώσουν ένα συγκεκριμένο είδος ιστοριογραφικής συγγραφής. Τα χρονογραφικά έργα ξεκινούν συνήθως την αφήγησή τους από τη δημιουργία του κόσμου (από Αδάμ, από κτίσεως κόσμου) και την περατώνουν στη σύγχρονη του συγγραφέα εποχή ή σε λίγο προγενέστερη. Σε μερικές περιπτώσεις οι χρονογράφοι πραγματεύονται ένα μεγάλο τμήμα του κοντινού τους παρελθόντος, για το οποίο έχουν προσωπική εμπειρία, ή τμήματα του απώτερου παρελθόντος διαρθρωμένα σε ετήσια βάση (annales). Το βασικότερο χαρακτηριστικό της είναι η χρονολογία.
Η χρονογραφία ουσιαστικά αποτελεί τη μετεξέλιξη σε λογοτεχνία των χρονολογικών πινάκων, υπατικών καταλόγων (consularia) της Ρωμαϊκής εποχής. Αυτές οι χρονολογικές καταγραφές των διαδοχών των αρχόντων εμπλουτίστηκαν σταδιακά με προσθήκες και άλλων ειδήσεων από την ιστορία των πόλεων (acta urbis). Μετεξελίχθηκαν έτσι προοδευτικά στα χρονικά των πόλεων της Ύστερης Αρχαιότητας. Το βιβλικό μοντέλο συγγραφής βρήκε γόνιμο έδαφος ανάπτυξης στη λογοτεχνία αυτή. Η Βίβλος (κυρίως η Παλαιά Διαθήκη) της προσέδωσε αφενός την προοπτική της οικουμενικότητας και αφετέρου τη σωτηριολογική, χριστολογική ερμηνεία των γεγονότων. Έτσι, η Χρονογραφία, σε γενικές γραμμές, διηγείται από κτίσεως κόσμου, αποδέχεται την εβραϊκή κοσμογονία, υιοθετεί το χρονολογικό σύστημα της Βίβλου, τις βασιλικές και επισκοπικές διαδοχές και τον προσδιορισμό της συντέλειας του κόσμου στην 6η χιλιετία, κατ' αναλογία με την εξαήμερη δημιουργία του κόσμου.