εκκλησιαστική ποίηση αποτελεί ένα από τα αντιπροσωπευτικότερα και πλουσιότερα είδη της βυζαντινής λογοτεχνίας. Οι ύμνοι προορίζονται κατά κανόνα για τις λατρευτικές ανάγκες της Εκκλησίας. Στην πλειονότητά τους είναι γραμμένοι σε γλώσσα απλή και κατανοητή στους πιστούς και τα μέτρα τους βασίζονται στη δυναμική θέση του τόνου. Ελάχιστοι μόνο απαντούν σε αρχαία μέτρα και γλώσσα.
Παράλληλα με την εκκλησιαστική λειτουργική ποίηση στο Βυζάντιο καλλιεργείται και η ιδιωτική θρησκευτική ποίηση. Στα έργα αυτά οι ποιητές εκφράζουν το προσωπικό θρησκευτικό τους συναίσθημα και χρησιμοποιούν αρχαιοπρεπή γλώσσα και προσωδιακά μέτρα, γεγονός που τα κατατάσσει στη λόγια βυζαντινή ποίηση. Tο ίδιο ισχύει και για τις έμμετρες εκφράσεις, δηλαδή τις περιγραφές εκκλησιαστικών μνημείων, τα επιγράμματα σε αγίους και τα κατανυκτικά αλφάβητα.
Tα δύο κύρια είδη της υμνογραφίας αποτελούν το κοντάκιο και ο κανόνας. Oι γνώσεις μας ωστόσο για την εξέλιξη της υμνογραφίας είναι ελλιπείς. Η πενιχρότητα των πληροφοριών οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι η υμνογραφία γνώρισε πολλές μεταβατικές περιόδους και μεταρρυθμίσεις. Νέοι ύμνοι, πιο εξελιγμένοι από ποιητικής και μουσικής άποψης, αντικατέστησαν στη Λειτουργία τους παλαιότερους, που σταδιακά εγκαταλείφθηκαν και τελικά χάθηκαν.