πατήστε για μεγέθυνση

 

πατήστε για μεγέθυνση

 

πατήστε για μεγέθυνση

 

Οργάνωση και διοικητικός μηχανισμός

Η οργάνωση που επέβαλε το 1209 ο Γοδοφρείδος Α' Βιλλεαρδουίνος ήταν στρατιωτική. Το πριγκιπάτο διαιρέθηκε σε 12 βαρονίες, οι οποίες σύμφωνα με το Χρονικό του Μορέως ήταν οι εξής: η βαρονία της Άκοβας (Mategrifon, στην Αρκαδία) και των Νέων Πατρών με 24 φέουδα, των Σκορτών (στην Καρύταινα) με 22, του Νικλίου και του Γερακίου με 6, των Καλαβρύτων με 12, της Βοστίτσας (Αίγιο) με 8, της Βελιγοστής, της Γρίτζενας, του Πασσαβά (στη Λακωνία) και της Χαλανδρίτσας με 4 και της Καλαμάτας ως προσωπικό φέουδο των Βιλλεαρδουίνων.

Οι Φράγκοι βρίσκονταν σε διαρκή κατάσταση πολέμου και ήταν στην υπηρεσία του πρίγκιπα όλο το χρόνο. Όπως αναφέρεται στο Χρονικό και επιβεβαιώνεται στο νομικό κώδικα του πριγκιπάτου, τις Ασσίζες της Ρωμανίας, ο κάτοχος 4 φέουδων (φλαμουριάρης) όφειλε να στρατεύεται μαζί με έναν ιππότη και 12 σεργέντες. Ο κάτοχος περισσότερων φέουδων παρείχε για κάθε επιπλέον φέουδο έναν ιππότη ή δύο έφιππους σεργέντε.

Όπως ορίζεται στο Χρονικό του Μορέως (στ. 1995-2004) και στην Ασσίζη άρθρ. 70, οι υποτελείς όφειλαν 4 μήνες στρατιωτική υπηρεσία και 4 μήνες φύλαξη συνόρων, ενώ το υπόλοιπο διάστημα μπορούσαν να βρίσκονται όπου ήθελαν. Όπως διευκρινίζεται στο γαλλικό Χρονικό, οι φεουδάρχες δεν έπρεπε να φύγουν εκτός πριγκιπάτου, με μόνη εξαίρεση τους Αγίους Τόπους. Ήταν όμως υποχρεωμένοι να επιστρέψουν σε ένα χρόνο και μια μέρα, αλλιώς έχαναν τα ετήσια εισοδήματά τους ή ολόκληρη την περιουσία, αν καθυστερούσαν περισσότερο από δύο χρόνια και δύο μέρες (Ασσίζη άρθρ. 111, 120).

Το φραγκικό διοικητικό σύστημα μετά το 1204 είχε συμπεριλάβει θεσμούς της προϋπάρχουσας βυζαντινής διοίκησης. Οι ανώτεροι αξιωματούχοι της φραγκικής ηγεμονίας, οι οφφικιάλιοι ή officiales, όπως αναφέρονται αντίστοιχα στην ελληνική και γαλλική παραλλαγή του Χρονικού του Μορέως, ήταν οι εξής: o σενεσάλος (senescalus), τον τίτλο έφερε ο πρίγκιπας της Αχαΐας ως υποτελής του λατίνου αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης, ο λογοθέτης (chancelier), αρχιγραμματέας και σύμβουλος του πρίγκιπα, ο πρωτοστράτορας (marechal), ανώτερος στρατιωτικός αξιωματούχος, ο κοντόσταυλος (connestable, constabularius), υπεύθυνος των αυτοκρατορικών στάβλων, αργότερα με στρατιωτικές αρμοδιότητες, ο θησαυροφύλακας (thesaurier, τριζουριέρης), υπεύθυνος του ταμείου και των πληρωμών, ο πρωτοβιστιάρης (protoficier, protovestiarius), υπεύθυνος για τη διαχείριση των εισοδημάτων του πρίγκιπα, ο καστελλάνος (chastelain), καστροφύλακας, και ο προβεούρης των κάστρων (pourveur des chastiaux), υπεύθυνος για τον ανεφοδιασμό των κάστρων.


Φεουδαρχικό σύστημα

Ο εκφεουδαρχισμός στην Πελοπόννησο άρχισε με τους σταυροφόρους. Όπως είναι γνωστό στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία πριν από την κατάκτηση υπερίσχυε η μεγάλη γαιοκτησία, ιδιαίτερα σε περιοχές απομακρυσμένες από την Κωνσταντινούπολη, όπου ο έλεγχος και η επιρροή της κεντρικής διοίκησης ήταν ανύπαρκτος, και οι Φράγκοι δε συνάντησαν μεγάλες δυσκολίες για να οργανώσουν την περιοχή σε φεουδαρχική ηγεμονία κατά τα δυτικά πρότυπα. Οι πληροφορίες για την οργάνωση μετά την κατάκτηση προέρχονται κυρίως από το Χρονικό του Μορέως και, όπως αναφέρεται με αρκετή δόση υπερβολής στα Χρονικά της εποχής (Sanudo, Muntaner), επικρατούσε ιδανική ατμόσφαιρα σύμπνοιας και αλληλεγγύης ανάμεσα στους Φράγκους και ειρηνικής συμβίωσής τους με τους Έλληνες.

Ο Κάρολος Α' Ανδεγαυός δεν επέφερε αλλαγές. Επικύρωσε τις εδαφικές παραχωρήσεις σε όσους έδωσαν όρκο υποτέλειας, προέβη σε νέες παραχωρήσεις σε όσους επιδείκνυαν πίστη, ενώ δέσμευσε τις περιουσίες όσων δεν ήθελαν να υποταχθούν (proditores). Η διαίρεση σε βαρονίες διατηρήθηκε, αν και είχαν μειωθεί λόγω της βυζαντινής προώθησης. Για το β' μισό του 13ου αιώνα έχει ολοκληρωθεί η δημοσίευση του αρχείου του Καρόλου Α' και μεγάλο μέρος του Καρόλου Β', οπότε υπάρχει μια επίσημη και ασφαλής πηγή για τα γεγονότα της συγκεκριμένης περιόδου.

Πυρήνας της φεουδαρχικής οργάνωσης του πριγκιπάτου ήταν το ιπποτικό φέουδο (στο Χρονικό του Μορέως φίε, fief), που δεν αποτελούσε απλώς μονάδα εισοδήματος (αναφέρεται ετήσιο εισόδημα 1000 υπέρπυρα), αλλά καθόριζε τη δύναμη και την κοινωνική θέση του κατόχου, ο οποίος έχαιρε διοικητικών, δικαστικών και οικονομικών δικαιωμάτων. Στη συνθήκη διανομής των εδαφών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (Partitio terrarum imperii Romanie) oρίζεται ότι το φέουδο ήταν κληρονομικό εξίσου σε αγόρια και σε κορίτσια και εκχωρούνταν έναντι όρκου υποτέλειας και υπηρεσίας στο λατίνο αυτοκράτορα.

Όπως είναι γνωστό το δυτικό φεουδαρχικό σύστημα χαρακτηριζόταν από την υποτέλεια (ομάτζιο, "ανθρώπεα" στο Χρονικό του Μορέως), δηλαδή τους δεσμούς εξάρτησης ενός ελεύθερου ανθρώπου από έναν άλλον. Το Χρονικό του Μορέως αποτελεί σημαντικό οδηγό για την κατανόηση της διαδικασίας της υποτέλειας και της τελετής παράδοσης του φέουδου (ρεβεστίζω, investir). Mεταξύ κυρίου και υποτελούς καταρτιζόταν σύμβαση. Ο υποτελής δήλωνε υποτέλεια στον κύριο και εκείνος τον ανακήρυσσε "άνθρωπό του" και του παρέδιδε το φέουδο. Δημιουργούνταν έτσι αμοιβαίες υποχρεώσεις. Ο κύριος εξασφάλιζε προστασία στον υποτελή και στο φέουδο (στρατιωτική βοήθεια, νομική κάλυψη στο δικαστήριο) και ο υποτελής όφειλε να παρέχει βοήθεια και συμβουλή (auxilium et consilium) στον κύριό του.

Παραλλαγή της σύμβασης της υποτέλειας αποτελούσε το λίζιο ομάτζιο (hommage lige, λιζία, στ. 7891 στο Χρονικό του Μορέως), σύμφωνα με το οποίο ο υποτελής υποσχόταν αποκλειστική πίστη στον κύριο εναντίον οποιουδήποτε τρίτου, ενώ αντίθετα το απλό ομάτζιο μπορούσε να καταρτίζεται προς περισσότερους κυρίους. Σύμφωνα με την Ασσίζη άρθρ. 99, ο υποτελής που είχε δηλώσει πίστη σε πολλούς κυρίους έπρεπε σε περίπτωση πολέμου να βοηθήσει αυτόν στον οποίο είχε δώσει πρώτα όρκο υποτέλειας.

Στην Πελοπόννησο αναφέρονται δύο είδη φέουδων. Η πρώτη κατηγορία αφορούσε τα φέουδα της κατάκτησης "κουγκέστας", τα οποία ήταν προνομιούχα, γονικά, ανήκαν "κληρονομικώ δικαιώματι" στους απογόνους των πρώτων κατακτητών και μεταβιβάζονταν στα πρωτότοκα αγόρια ή κορίτσια καθώς και στους πλάγιους συγγενείς. Η χήρα του φεουδάρχη είχε δικαιώματα στα γονικά φέουδα, καθώς της αναλογούσε η μισή περιουσία του συζύγου της (ντουάρι, douaire, στ. 7239 στο Χρονικό του Μορέως).
Η δεύτερη κατηγορία περιλάμβανε τα φέουδα που ονομάζονταν "νέο δόμα" και μεταβιβάζονταν μόνο στους πρώτου βαθμού συγγενείας απογόνους και όχι στους πλάγιους συγγενείς. Οι βυζαντινοί άρχοντες διατήρησαν τις πατρογονικές περιουσίες τους, σύμφωνα με τις διατάξεις του βυζαντινού δικαίου.