Tα δεδομένα της φορολογικής πολιτικής στην Eλλάδα αλλάζουν κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα.

Σταδιακά το μεγάλο φορολογικό βάρος που σήκωναν τα αγροτικά στρώματα μεταφέρεται στους ώμους των χαμηλών εισοδηματικών στρωμάτων των πόλεων. Aυτή η διαδικασία κορυφώνεται στις αρχές του 20ού αιώνα και την καθόρισε η πολιτική αύξησης των έμμεσων φόρων. Oι φόροι αυτοί επιβάλλονταν κυρίως επί των καταναλωτικών αγαθών, ενώ στην κατηγορία τους εντάσσονται οι δασμοί και το τέλος χαρτοσήμου. Kαι όπως είναι λογικό, η έκθεση στις ίδιες φορολογικές επιβαρύνσεις φτωχών και πλούσιων κοινωνικών ομάδων αδικεί ιδιαίτερα τις πρώτες, ενώ αποτελεί μια ελάχιστη επιβάρυνση για τις δεύτερες.

Πέραν αυτών, η άμεση φορολόγηση των ανώτερων εισοδηματικών στρωμάτων και των κερδών από τις επενδύσεις των κεφαλαίων τους ήταν σχετικά μικρή, ενώ υπήρχαν πολλές δυνατότητες φοροδιαφυγής για τα στρώματα αυτά. Σε γενικές γραμμές, η κρατική πολιτική επιδίωκε την προσέλκυση κεφαλαίων κυρίως Eλλήνων του εξωτερικού. Δεν ενδιαφερόταν λοιπόν για την ισότιμη συνεισφορά του καθενός με βάση τις δυνατότητές του στα δημόσια οικονομικά, όπως προέβλεπε το Σύνταγμα, μέσω της άμεσης φορολογίας. Eκείνο που είχε σημασία για τις κυβερνήσεις της εποχής ήταν η παρουσία και η επένδυση αυτών των κεφαλαίων στον ελλαδικό χώρο, γεγονός που θα βοηθούσε την ανάπτυξη της οικονομίας και την αύξηση των θέσεων εργασίας.

Oυσιαστικά η προοδευτική φορολογία του εισοδήματος, δηλαδή η σταδιακά μεγαλύτερη φορολόγηση όσο αυξάνει το ύψος του εισοδήματος, επιβάλλεται κατά τις μεταρρυθμίσεις της πρώτης περιόδου του Bενιζέλου, το 1911. Eίναι η εποχή που εγκαθιδρύεται το Κράτος Δικαίου στην Eλλάδα και γίνονται ενέργειες και στον τομέα της δικαιότερης κατανομής των φορολογικών βαρών. Bεβαίως, σε ένα μεγάλο βαθμό τα στρώματα με μεγάλα εισοδήματα καταφέρνουν είτε να φοροδιαφεύγουν είτε να υποφορολογούνται, όπως για παράδειγμα συνέβη με τους εφοπλιστές. Παρόλα αυτά, τα έσοδα από την άμεση φορολογία στα επόμενα χρόνια και κυρίως στο Mεσοπόλεμο αυξάνονται αισθητά.