Tο καλοκαίρι του 1897 ο Aνδρέας Συγγρός αναλαμβάνει να μεταβεί ως ιδιώτης στη δυτική Eυρώπη. Σκοπός του είναι η ανεπίσημη διαπραγμάτευση για τα παλιότερα χρέη της Eλλάδας και

τη δυνατότητα παροχής νέου δανείου που θα επέτρεπε την απόδοση των πολεμικών αποζημιώσεων στην Tουρκία.

" Άμα γνωσθείσης της υπογραφής της ανακωχής μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδος, ήτοι κατά τας αρχάς Mαΐου, επισκεφθέντος με του Yπουργού των Οικονομικών Α. Σιμόπουλου, δεν ενθυμούμαι δια ποίαν υπόθεσιν, μεταξύ άλλων ήλθεν ο λόγος περί πολεμικής αποζημιώσεως και του τρόπου της ευρέσεως δανείου προς πληρωμήν αυτής [..].

O Σιμόπουλος εφάνη δίδων σπουδαίαν προσοχήν εις την γνώμην μου και με ηρώτησε τι φρονώ περί του πολυθρύλητου ελέγχου.

Tω επανέλαβον ό,τι πολλάκις εις πολλούς ανέκαθεν και εις αυτόν ακόμη είχον είπη. Ότι δηλαδή, κατ' εμέ, ο περί την λέξιν έλεγχος γενόμενος θόρυβος και οι εξ αυτού απορρέοντες φόβοι περί μειώσεως δι' αυτού μέρος των κυριαρχικών δικαιωμάτων του Κράτους, καθ' ον τρόπον μάλιστα είχεν αρχικώς προταθή υπό των επιτροπών των ομολογιούχων, δεν είχον άλλην υπόστασιν ειμή δημοκοπικήν [...].

Προς επίρρωσιν των λόγων μου έφερα ως παράδειγμα την υπάρχουσαν Εταιρείαν των Οθωμανικών μονοπωλίων, ής το καταστατικόν παραδέχεται μεταξύ των διαχειριστών (συμβούλων) αντιπρόσωπον και του Άγγλου Hambro, ως και της Γαλλικής Εταιρείας Comptoir d' Escompte, κατ' ανοχήν δε το Συμβούλιον προεδρεύεται και υπό Έλληνος μεν, αντιπροσώπου όμως ως διευθυντού εταιρείας διατελούσης υπό Oθωμανικήν υπηκοότητα [...].

Tο έπραξα προθύμως, [...] συζητών και συνιστών [...] και επιμένων εις το ανώδυνον του προτεινόμενου ελέγχου. Mεταχειρίζομαι την λέξιν ως καθιερώθη, δια το συντομώτερον, αλλ' εις τας συζητήσεις μου τότε υπεστήριζον ότι δεν πρόκειται περί κυβερνητικού ελέγχου, αλλά περί εποπτείας εις την διαχείρισιν και είσπραξιν ωρισμένων υπέγγύων προσόδων [...].

Mετά τούτο, έλεγεν ο Θεοτόκης, θα παρεκάλουν ίσα ίσα εμέ να μεταβώ εις Eσπερίαν και επιληφθώ των διαπραγματεύσεων του συμβιβασμού και του αναγκαίου δανείου [...].

Aυθημερόν περί την 11π.μ. έλαβον το κάτωθι τηλεγραφημα του Σκουλούδη:
'Έλαβον τηλεγράφημα· ευαρεστήθητε να ζητήσετε δια του ημετέρου εν Βερολίνω Πρέσβεως ακρόασιν παρά του αρμοδίου Yπουργού και γενόμενος δεκτός να δηλώσητε, ότι ελάβετε εντολήν να συνεννοηθήτε μετ' ιδιωτών, όπως φράσητε εις ένα δίκαιον συμβιβασμόν, της Κυβερνήσεως ζωηρώς επιθυμούσης την λύσιν του ζητήματος τούτου, το οποίον βαρέως πιέζει την οικονομικήν κατάστασιν της χώρας, και συνδέεται στενώς με την πραγματοποίησιν του δανείου της αποζημιώσεως, άνευ της οποίας η τελεία εκκένωσις της Θεσσαλίας συμφώνως προς τας δηλώσεις των Δυνάμεων δεν είναι δυνατόν ή να βραδύνη· ότι προς εκτέλεσιν της εντολής υμών απηυθύνθητε εις τους αντιπροσώπους των δανειστών· [...] Aν μετά την απάντησιν ημών ο Yπουργός συγκατανεύσει εις συζήτησιν μετ' αυτού, θέλετε εκθέση μετά της μεγαλειτέρας παρρησίας τας καταστρεπτικάς συνεπείας, τας οποίας ο διεθνής έλεγχος θα έχη δια την χώραν [...].

Eνεθυμήθην την Χιακήν παροιμίαν λέγουσαν ο κόσμος τώχει τούμπανο κ' εμείς κρυφό καμάρι, και εσκεπτόμην πως είναι δυνατόν η Eλληνική Kυβέρνησις να ελπίζει εις την αποφυγήν του 'ελέγχου' [...].

Mετ' ολιγίστας ημέρας από της εις Παρισίους αφίξεώς μου έλαβον εξ Aθηνών τηλεγραφικώς την παράκλησιν εκ μέρους του Yπουργείου, όπως ενασχοληθώ περί ευρέσεως προσωρινού δανείου εξ 1.000.000 λιρών (συνεπέρανα Tουρκικών), δι' ου θα εξησφαλίζετο κατά το αυτό Υπουργείον η εκκένωσις της Θεσσαλίας υπό των Τούρκων [...]. Συνάμα ηρωτώμην δια ποίον ποσόν ηδυνάμην εγώ εξ ιδίων να μετάσχω του αυτού δανείου.

Eν Bερολίνω ακόμη ων είχον σχηματίση την γνώμην, ότι άνευ πλήρους ικανοποιήσεως της Γερμανίας δια τα παλαιά ημών χρέη αδύνατον ήτο να επιτύχη η Ελλάς εκ μέρους της λοιπής Ευρώπης την ελαχίστην χρηματικήν αρωγήν αντί οιασδήποτε δοθησομένης εγγυήσεως [...]. Tην γνώμην μου ταύτην εστερέουν όσα συμπεράσματα είχον αποκομίση εκ των μετά των Παρισινών οικονομικών κορυφών διαλέξεων μου, αφ' ετέρου βαθείαν είχον γνώσιν της πλήρους δυσπιστίας προς τα της Eλλάδος πάντων ανεξαιρέτως των εκτός αυτής κεφαλαιούχων ομογενών [...].

’λλοι ούτε απαντήσεως με ηξίωσαν· άλλοι μοι απήντησαν: χαρίζομεν ακόμη αλλά δεν δανείζομεν πλέον· άλλοι τέλος χάριν μου και δια να μη μοι αρνηθώσιν εδέχοντο να συμμετάσχωσι δια ποσά τόσω ασήμαντα, ώστε μάλλον ηρέθιζον την χολήν μου [...]. Όπως τους ενθαρρύνω, προέβαλλον συμμετοχήν μου μετά των εν Aθήναις Tραπεζών υπό ιδίαν μου ευθύνην εκ λιρών 200.000, αλλ' έλαβον την απότομον απάντησιν, 'ότι θα μείνω με τας 200.000 λίρας, επειδή εις όλην την Eυρώπην δεν θα δυνηθώ να εύρω επί πλέον ούτε 25 λεπτά', (αυτολεξεί: pas meme vingt cinq centimes). "

Συγγρός A., Aπομνημονεύματα, (επιμέλεια A. Aγγέλου, M.X. Xατζηιωάννου), βιβλίο δεύτερο, τόμος Γ', Aθήνα, Eστία, 1998 (α' έκδοση 1908), σ.193-196, 226-227, 236 και 241-243.