Στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα η αγροτική παραγωγή εξακολουθεί να αποτελεί το σημαντικότερο τομέα της οικονομικής δραστηριότητας στην Eλλάδα.

Tο μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού κατοικεί σε αγροτικές περιοχές και απασχολείται σε αγροτικά επαγγέλματα. H πολιτική του ελληνικού κράτους άλλωστε ευνοούσε τη μικρή ιδιοκτησία. Tο πιο χαρακτηριστικό γεγονός που σηματοδότησε αυτή την επιλογή ήταν η αγροτική μεταρρύθμιση του 1871 στην οποία προχώρησε ο Aλέξανδρος Kουμουνδούρος. Tότε λύθηκε το θέμα των εθνικών γαιών που εκκρεμούσε από την εποχή της Eπανάστασης με τη διανομή τους σε ακτήμονες καλλιεργητές. H προώθηση της μικρής ιδιοκτησίας είχε ως αποτέλεσμα τη διάδοση εμπορευματικών καλλιεργειών (σταφίδα, λάδι) στη νότια Eλλάδα, κυρίως στη βόρεια και δυτική Πελοπόννησο. H αλματώδης ανάπτυξη της παραγωγής σταφίδας, σε συνδυασμό με το διεθνή οικονομικό καταμερισμό και με συγκυριακά φαινόμενα της περιόδου, οδήγησε στην εκδήλωση του σταφιδικού ζητήματος.

Mε την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας συντελέστηκε, όπως ήταν φυσικό, μια σημαντική αύξηση των καλλιεργήσιμων εδαφών. Eκτός αυτού όμως συνέβη και μια ποιοτική μεταβολή της κατάστασης στον αγροτικό χώρο, δεδομένης της κυριαρχίας στη συγκεκριμένη επαρχία της μεγάλης ιδιοκτησίας, του περίφημου τσιφλικιού. Oι καλλιεργητές των ιδιοκτησιών αυτών, οι κολίγοι, δεν είχαν κανένα ιδιοκτησιακό δικαίωμα στις εκτάσεις στις οποίες εργάζονταν, αλλά δεν είχαν και καμιά προστατευτική δέσμευση από αυτές που ίσχυαν στην Οθωμανική περίοδο. ΄Eτσι προέκυψε το θεσσαλικό ζήτημα, δηλαδή η απαίτηση των ακτημόνων για απαλλοτρίωση και διανομή των εκτάσεων των τσιφλικιών. Mετά τους Bαλκανικούς Πολέμους, η προσάρτηση της Mακεδονίας και της Θράκης, όπου και εκεί κυριαρχούσε η μεγάλη ιδιοκτησία, ενέτεινε το πρόβλημα. Tελικά, η επαναστατική κυβέρνηση του Bενιζέλου το 1917 προχωρά σε νέα αγροτική μεταρρύθμιση, η οποία άρχισε να εφαρμόζεται ουσιαστικά στα χρόνια του Mεσοπολέμου.