Η μέριμνα της δικτατορίας για τον αγροτικό τομέα ακολούθησε το παράδειγμα των προκατόχων κυβερνήσεων. Καθώς μάλιστα τα σύννεφα του πολέμου πύκνωναν, ο Μεταξάς θεώρησε ότι η χώρα έπρεπε να εξασφαλίσει επάρκεια σε σιτηρά και γι' αυτό προχώρησε σε επιδοτήσεις της παραγωγής κατά τις υποδείξεις της Κεντρικής Επιτροπής Προστασίας Εγχωρίων Σιτηρών (ΚΕΠΕΣ). Διευκόλυνε επίσης την εκκαθάριση ορισμένων αγροτικών χρεών, ενώ διέκοψε την άμεση καταβολή άλλων. Από το 1927 ως το 1937 η ΚΕΠΕΣ διατήρησε την τιμή του σιταριού σε επίπεδο υψηλότερο της διεθνούς τιμής κατά 8,1%. Aποτέλεσμα αυτής της προστατευτικής πολιτικής ήταν να φτάσει η κάλυψη της εσωτερικής ζήτησης από την εγχώρια παραγωγή στο 60% το 1939, από το 30% που βρισκόταν το 1935. Η παραγωγή βαμβακιού εξάλλου τετραπλασιάστηκε από το 1930 ως το 1939 και ο καπνός έγινε το κυριότερο εξαγωγικό προϊόν.

Tα αγροτικά προϊόντα κάλυπταν πάνω από το 80% των ελληνικών εξαγωγών. Σε αυτά ο καπνός κατείχε την αδιαμφισβήτητη πρώτη θέση με 50% του συνόλου και η σταφίδα τη δεύτερη με 25% του συνόλου των εξαγωγών. Ως τα μέσα της δεκαετίας του 1930 η Αγγλία, η Ιταλία, οι ΗΠΑ και η Γερμανία απορροφούσαν το 64% των ελληνικών εξαγωγών. Κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας η Γερμανία χάρη στη μέθοδο των συμψηφιστικών πληρωμών (clearing) στις διεθνείς εμπορικές συναλλαγές αναδείχτηκε πρώτος εταίρος της Ελλάδας και ο κύριος εισαγωγέας των αγροτικών της προϊόντων. Η μέθοδος αυτή πίστωνε την Ελλάδα, που είχε πλεόνασμα στο εμπορικό της ισοζύγιο με τη Γερμανία, με τη δυνατότητα αγοράς προϊόντων σε γερμανικά μάρκα. Έτσι, ήταν δυνατόν η πίστωση να εξαργυρωθεί με εξαγωγές αντίστοιχης αξίας σε χάλυβα, βιομηχανικά προϊόντα και κάρβουνο. Oυσιαστικά, στις συναλλαγές αυτού του τύπου απέφευγαν και οι δύο χώρες τη χρήση συναλλάγματος, αφού επρόκειτο για ανταλλαγή προϊόντων ίσης αξίας. Tο εξωτερικό εμπόριο αυτού του τύπου είχε μεγάλη σημασία σε μια περίοδο μεγάλων συναλλαγματικών δυσκολιών σαν αυτή που ακολούθησε τη Mεγάλη Ύφεση.

Η βιομηχανική ανάπτυξη συνεχίστηκε με γοργούς ρυθμούς και κατά την περίοδο της δικτατορίας. Από το 1930 ως το 1938 η βιομηχανική παραγωγή αυξήθηκε κατά 20-40%, ενώ η παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος κατά 50%. Διπλασιάστηκε ακόμα το εργατικό δυναμικό. Ωστόσο, το μερίδιο της βιομηχανικής παραγωγής στο Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (A.E.Π.), μολονότι αυξήθηκε, παρέμεινε στο χαμηλό επίπεδο του 16% το 1939. Η πολεμική ατμόσφαιρα που επικρατούσε στην Ευρώπη επέβαλε στην ελληνική οικονομία αγορές πολεμικού υλικού, που ανέτρεψαν την ισορροπία εις βάρος του εμπορικού ισοζυγίου. Η έκρηξη του πολέμου συμπαρέσυρε και τις τελευταίες ελπίδες ανάκαμψης.