Μαυραγορίτες
Οι νέοι κύριοι

Επισημότης. Βραδυά μεγάλη. Παγερότης αυστηρού πρωτοκόλλου βασιλεύει στο ανάκτορο. Η αυτού εκλαμπρότης ο οικοδεσπότης κόμης Εμμανουήλ Στραβομαούνας -άλλοτε γνωστός ως Μανωλάκης ο Σαχλέουρας- σφιγμένος στο φράκο του υποδέχεται τους υψηλούς του καλεσμένους με τη σοβαρότητα που επιβάλλουν τα φρέσκα εκατομμύριά του. [...] Στα πάμφωτα σαλόνια του κρυσταλλένιοι πολυέλαιοι χύνουν το φως τους επάνω στις έξωμες εσθήτες των νεοκοσμικών κυριών, ανάμεσα στις οποίες λάμπει η ένδοξη προσωπικότητα της οικοδέσποινας κομήσσης Πιπής Στραβομαούνα -άλλοτε γνωστής ως κυρά-Καλλιοπίτσας ή χοντρομαμής. [...] Πρωτόκολλο είπαμε. Αλλά μαζί και αβρότης. Κομψότης. Χειροφιλήματα. Μπαρδόν και μερσί. Χρυσές σιγαροθήκες, μπριγιάν, σάπφειροι και αμέθυστοι, μαργαριτάρια μεγέθους φουντουκιού. Είναι μια εξαιρετική συγκέντρωση ό,τι λαμπερού μπορεί να δώσει η ανήσυχη εποχή μας -ονόματα θρυλικά ευγενών, οικόσημα και τίτλοι που εμοίρασαν τα λευκά χέρια της μαύρης αγοράς, περιουσίες που εφτιάχτηκαν με θαυμαστή ταχύτητα στο άψε-σβήσε και που σου φέρνουν ζάλη. [...] Στρογγυλοκάθονται οι ευγενείς, στρογγυλοκάθονται οι κόμησσες, φρακοφορεμένοι δούλοι περιφέρονται άλλοι με πιατέλες ασημένιες κι άλλοι με τις μπουκάλες των κρασιών που αναδύονται από παγωμένες σαμπανιέρες. [...] Η ορχήστρα παίζει Μότσαρτ, κατά διαταγή του οικοδεσπότη που έμαθε εμπιστευτικά ότι λόγω της φινέτσας του είναι περισσότερο χωνευτικός. [...] Κι άξαφνα εκεί στο δέκατο ποτήρι τινάζεται θυελλώδης ο καταπιεσμένος δαίμονας, σκίζει το φράκο του και αντηχεί βροντώδης φωνή επαναστατικού ξεσπάσματος:
-Γεια σου Σαχλέουρα!...
Κι έρχεται αστραπιαία η απάντηση:
-Γεια σου Μπάμια αθάνατε!
Αυτό ήταν. Θύελλα εγκαρδιότητας παρασύρει τύπους, πρωτόκολλο, ψυχρότητες και αντηχεί κραυγή ανακούφισης από τα στήθη που έφυγε ο βραχνάς.
Γεια μας ρε παιδιά!
[...] Παίρνει ο τρίβολος τον Μότσαρτ και βαρά η ορχήστρα τον ύμνο της μαύρης αγοράς:
Η δύναμη στον άνθρωπο
είναι το πορτοφόλι
στον κόσμο το σημερινό
αυτό το ξέρουν όλοι!...
[...] -Να ζήση η μαύρη!
-Να ζήσουνε οι Γερμανοί!
[...] Μη σώσει και φέξει, αδελφέ μου! Μη σώσει και τελειώσει ο πόλεμος. Μη σώσουν και φύγουν ποτέ οι Γερμανοί κι οι Ιταλιάνοι. Ωχ!
Χαλασμός. Βροντά η γειτονιά από το γλεντοκόπι. Κι ο σαματάς κρατά ως το πρωί. Έξοδα; Μερικά εκατομμύρια -καμιά τρακοσαριά. Χαλάλι τους. Αν υπάρχουν και μερικοί κουτοί που πεθαίνουν από την πείνα αυτό είναι λεπτομέρεια. Θέλομε δυνατούς ανθρώπους. Και ως γνωστόν, η δύναμη στον άνθρωπο είναι το πορτοφόλι...

(Δημήτρης Ψαθάς, Χειμώνας του '41, Αθήνα, Μαρής, 1979, σ. 138-142)