Η πείνα

H οικειοποίηση των φυσικών πόρων και η επίταξη των αγαθών της χώρας, η λεηλάτηση των αποθεμάτων, εμπορικών και βιομηχανικών, από τους Γερμανούς για την αποστολή τους στη Γερμανία, η διακοπή κάθε βιομηχανικής παραγωγής -πλην όσων μπορούσαν να εξυπηρετήσουν την προμήθεια στρατιωτικού υλικού στη Γερμανία- η προκλητικά ολοκληρωτική επιβάρυνση της χώρας για τη συντήρηση των δυνάμεων κατοχής παρέλυσαν απολύτως την οικονομία και έκαναν άκρως προβληματική την τροφοδότηση του ελληνικού λαού. O ιλλιγγιώδης πληθωρισμός μηδένισε τα εισοδήματα και τις αποδοχές των κατακτημένων, ενώ η κυκλοφορία αγαθών στη μαύρη αγορά, τα οποία μπορούσε κανείς να αποκτήσει πληρώνοντας σε χρυσές λίρες ή ανταλλάσσοντας τα υπάρχοντά του, συμπλήρωσαν την αδιέξοδη κατάσταση. H εξεύρεση τροφής, ειδικά στα αστικά κέντρα, αποτέλεσε μια οδυνηρή περιπέτεια και η πείνα κόστισε τη ζωή πολλών
χιλιάδων ανθρώπων. Για την αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης οργανώθηκαν συσσίτια τόσο από την Εθνική Αλληλεγγύη όσο και από τον Εκκλησιαστικό Οργανισμό Χριστιανικής Αλληλεγγύης (Ε.Ο.Χ.Α.).

Το θέαμα εξαντλημένων ανθρώπων που σωριάζονταν στους δρόμους της Αθήνας, τα κάρα με τους σωρούς των πτωμάτων και οι ομαδικοί τάφοι είναι από τις σκληρότερες εικόνες για όσους τις αντίκρυσαν και για όσους τις γνώρισαν καταγραμμένες σε φωτογραφίες της περιόδου. Tο "σκληρό χειμώνα του '41", όπως κωδικοποιήθηκε στην ελληνική μνήμη ο χειμώνας '41-42, υπολογίζεται ότι 100.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους από το λιμό και το ψύχος στην Αθήνα και στην υπόλοιπη Ελλάδα, ενώ σε ολόκληρη την τετράχρονη Kατοχή πέθαναν περίπου 300.000 Έλληνες από πείνα, αβιταμίνωση και επιδημίες. Εξάλλου, ο κατοχικός λιμός και οι συνακόλουθες ασθένειες ενοχοποιούνται για την παιδική θνησιμότητα και την καχεξία των πρώτων μεταπολεμικών χρόνων.