"Ένας από εκείνους που αντιμετώπισαν το μαρτύριον της αιχμαλωσίας είναι κι ο Μελέτιος Β. Μαργαρίτης, από τας Ερυθράς Μεγαρίδος. Αναφέρει τα κατωτέρω δι' επιστολής του προς τον συγγραφέα:


"Εις το στρατόπεδον αιχμαλώτων του Ουσάκ ήμουν και εγώ. Όταν εχάσαμεν τους ιατρούς μας από τον εξανθηματικόν τύφον, εκυριάρχησεν εις όλων μας την ψυχήν το πένθος. Με τον ιατρόν Διελακοβίαν υπηρετούσαμεν εις την ΧΙΙΙ β. μοίραν ορειβατικού πυροβολικού και συνελήφθημεν μαζί αιχμάλωτοι. Μεταξύ των άλλων που εδημοσιεύσατε διά το στρατόπεδον του Ουσάκ ενθυμούμαι και τα εξής:
Εις το στρατόπεδον του Ουσάκ απέθνησκον καθημερινώς 50-60 από εξανθηματικόν τύφον, δυσεντερίαν και τον χειμώνα από κρυοπαγήματα. Μας υποχρέωναν να τους βάζουμε ανά δυό εις τα φορεία και να τους μεταφέρωμεν εις μικράν απόστασιν προς Δυσμάς του Ουσάκ. Εκεί τους αδειάζαμεν εις μίαν χαράδραν βάθους 3-4 μέτρων, όπου επήγαιναν εις το βάθος κατρακυλώντας. Αλλά κατά τον Μάρτιον που ετελείωσεν ο χειμώνας εμύριζαν τα αποσυντεθειμένα πτώματα των δυστυχισμένων αδελφών μας. Η δυσοσμία έφθανε μέχρι του Ουσάκ και οι τούρκοι αντιληφθέντες ότι υπήρχε κίνδυνος χολέρας μας επήγαιναν καθημερινώς και μεζεύαμεν ό,τι τα όρνεα είχαν αφήσει. Αλλά πώς να τα θάψωμεν; Ούτε σκαπάναι ούτε πτύα υπήρχαν. Μόνον ξύλινα και δεν ημπορούσαμεν να βγάλωμεν το χώμα. Μας εκτυπούσαν με βούρδουλα, ένας ιδίως, ονόματι Σουλεϋμάν τσαούς που ήτο η τίγρις του στρατοπέδου, διότι δεν εσκεπάζομεν καλά τα λείψανα των αδελφών μας. Τα όρνεα εκάθηντο εις τα χείλη της χαράδρας και επερίμεναν και άλλα πτώματα".

Χ. Αγγελομάτης, Χρονικόν Μεγάλης Τραγωδίας, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, χ.χ., σ. 387-388.