Τα γλυπτά του Παρθενώνα συνδέονται στενά με τη μορφή του κτίσματος και τη σημασία του. Τόσο το είδος και το θέμα όσο και οι τεχνικές λεπτομέρειες των γλυπτών συνιστούν ένα ενιαίο σύνολο με το αρχιτεκτόνημα. Η τύχη τους ακολουθεί την πολυκύμαντη ιστορία του ναού, ο οποίος υπέστη πυρκαγιές, βομβαρδισμούς, μετατροπές και λεηλασίες. Kατά την Αρχαιότητα εκδηλώθηκε τουλάχιστον μια πυρκαγιά, πιθανόν στα χρόνια των Αντωνίνων (2ος αιώνας μ.Χ.). Τα κεντρικά γλυπτά του ανατολικού αετώματος αφαιρέθηκαν τον 6ο ή 7ο αιώνα μ.Χ., για να χτιστεί η κόγχη του ιερού, όταν ο Παρθενώνας μετατράπηκε σε χριστιανική εκκλησία. Αν και μεγάλο μέρος του διακόσμου καταστράφηκε κατά το βομβαρδισμό της Ακρόπολης από το Μοροζίνι το 1687, σώθηκαν αρκετά τμήματα γλυπτών, ώστε να μπορούμε ν' ανασυστήσουμε τις δύο αετωματικές συνθέσεις και να προσδιορίσουμε τη σειρά των παραστάσεων της ζωφόρου.

Αρκετά οφείλουμε στα σχέδια που φιλοτέχνησε ο J. Carrey, λίγο πριν από την ενετική πολιορκία (1674). Τα περισσότερα από τα γλυπτά αποσπάστηκαν από το οικοδόμημα μεταξύ του 1799 και 1812 από το λόρδο Έλγιν και κατέληξαν στο Βρετανικό Μουσείο. Ορισμένα βρίσκονται ακόμη στην Ακρόπολη και ελάχιστα έφτασαν στο Λούβρο.

Τόσο για τα αρχιτεκτονικά μέλη όσο και για τα γλυπτά του Παρθενώνα έχει χρησιμοποιηθεί πεντελικό μάρμαρο. Μια χοντρική επεξεργασία των κομματιών που προορίζονταν για τα γλυπτά γινόταν απευθείας στα λατομεία. Κατόπιν μεταφέρονταν στην Ακρόπολη, όπου και γινόταν η τελική λάξευση. Από τις επιγραφές με τους λογαριασμούς των εργασιών μαθαίνουμε ότι οι εργασίες για τους κίονες δεν είχαν ολοκληρωθεί το 442/1 π.Χ., γεγονός που σημαίνει ότι οι μετόπες τοποθετήθηκαν αργότερα. Είναι όμως σχεδόν βέβαιο πως δουλεύονταν ήδη νωρίτερα. Οι μεγάλες αποκλίσεις στην ποιότητα της εργασίας και την τεχνοτροπία των διάφορων μετόπων φανερώνει δουλειά διαφορετικών καλλιτεχνών.

Είναι προφανές ότι η εργασία στις μετόπες αποτέλεσε κριτήριο επιλογής των πιο ταλαντούχων από το πλήθος των τεχνιτών που είχε συρρεύσει στην Αθήνα από διάφορα μέρη της Ελλάδας. Η ζωφόρος τοποθετήθηκε πιθανόν το 438 π.Χ., ενώ τα αετώματα πρέπει να είχαν ολοκληρωθεί ως το 432 π.Χ., εφόσον τότε χρονολογούνται και οι τελευταίες πληρωμές.

Είναι γνωστό, κυρίως από τον Πλούταρχο, ότι ο Περικλής είχε ορίσει επιστάτη των εργασιών το Φειδία. Αν και το όνομά του αναφέρεται συχνά σε σχέση με την κλασική τέχνη, αγνοούμε βασικά στοιχεία για τον ίδιο, όπως το βαθμό εξοικείωσής του με τη σκέψη του Αναξαγόρα και του Πρωταγόρα, το πόσο στενά συνδεόταν με τον Περικλή και το βαθμό συνεργασίας τους στη διαμόρφωση του προγράμματος της γλυπτής διακόσμησης του Παρθενώνα. Αν και δεν είμαστε σε θέση να προσδιορίσουμε ποια από τα σωζόμενα γλυπτά μπορεί να εκτελέστηκαν από τον ίδιο, το πνεύμα και το ύφος της γλυπτικής του διακρίνεται τόσο στη ζωφόρο όσο και στις αετωματικές συνθέσεις. Ως συνεργάτες του Φειδία στη επίβλεψη και τη δημιουργία του γλυπτού διακόσμου του Παρθενώνα αναφέρονται συχνά οι μαθητές του: Αλκαμένης ο Αθηναίος και Αγοράκριτος ο Πάριος.


| εισαγωγή | τέχνες | γράμματα | εκπαίδευση | θρησκεία | Κλασική Εποχή

Σημείωση: Επιλέγοντας τις εικόνες μπορείτε να δείτε αυτές σε μεγέθυνση, καθώς και τις επεξηγήσεις τους.
Οι υπογραμμισμένες παραπομπές (links) οδηγούν σε σχετικά με αυτές κείμενα, ενώ οι μη υπογραμμισμένες αποτελούν επεξηγηματικό γλωσσάρι.