Ο θρύλος του Σπύρου Λούη
Η μεγάλη νίκη του Σπύρου Λούη στο μαραθώνιο των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας (1896) συνέβαλε στο να συνδεθεί άρρηκτα το όνομά του με την ιστορία του σύγχρονου ελληνικού αθλητισμού.
Γεννήθηκε στις αρχές του 1872 από ένα ζευγάρι αγροτών από το Μαρούσι Αττικής. Από μικρή ηλικία ασχολήθηκε με τις αγροτικές εργασίες και αργότερα άσκησε το επάγγελμα του νερουλά.
Η συμμετοχή του στο μαραθώνιο ήταν περιπετειώδης, αφού η προσπάθειά του στον προκριματικό αγώνα υπήρξε ανεπιτυχής. Συγκεκριμένα κατετάγη 17ος, ενώ το πρόγραμμα των αγώνων προέβλεπε τη συμμετοχή 16 αθλητών στον τελικό. Έτσι η παρουσία του στη μεγάλη κούρσα εξασφαλίστηκε κατόπιν επιμονής του επικεφαλής της διοργάνωσης του αγωνίσματος και αφέτη Γ. Παπαδιαμαντόπουλου, ο οποίος προσπάθησε επιτυχώς να είναι περισσότεροι οι συμμετέχοντες στον τελικό από τους αρχικά προβλεπόμενους. Ο τελευταίος υπήρξε ταγματάρχης του ιππικού και ο Λούης στη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας υπηρέτησε ως ιπποκόμος του, δίνοντας πολλά δείγματα της αντοχής και της ταχύτητάς του, αφού σε αρκετές περιπτώσεις τις είχε αξιοποιήσει για να είναι συνεπής στις στρατιωτικές του υποχρεώσεις.
Αρκετές μέρες πριν τη διεξαγωγή του μαραθωνίου, το συγκεκριμένο αγώνισμα μονοπωλούσε το ενδιαφέρον των Ελλήνων φιλάθλων. Όταν έφτασε επιτέλους η μεγάλη στιγμή όλοι αναρωτιόνταν αν κάποιος από τους Έλληνες αθλητές θα μπορούσε να κατακτήσει τη νίκη σε ένα αγώνισμα εμπνευσμένο από την ιστορία της αρχαίας Αθήνας. Κανείς δεν τολμούσε να διατυπώσει προγνωστικά, αφού όλοι αναγνώριζαν την αξία των ξένων αθλητών, καθώς και το βαθμό προετοιμασίας τους.
Στην εκκίνηση της κούρσας από τον τύμβο του Μαραθώνα τελικά πήραν θέση 25 αθλητές. Ο αγώνας είχε αρκετές διακυμάνσεις και όλοι σχεδόν οι αθλητές ξεκίνησαν γρήγορα, αγνοώντας ότι έπρεπε να κάνουν οικονομία δυνάμεων. Αντίθετα, ο Λούης διατήρησε περίπου σταθερό ρυθμό και στα 40 χλμ., που ήταν η επίσημη απόσταση του αγωνίσματος. Έτσι, ήταν θέμα χρόνου να τεθεί επικεφαλής λίγα χιλιόμετρα πριν από το στάδιο, αφού οι σημαντικότεροι ξένοι αντίπαλοί του, όπως ο Γάλλος Lermusiaux και ο Αυστραλός Flack, εγκατέλειψαν κατάκοποι.
Η είσοδος του Λούη στο Παναθηναϊκό Στάδιο συνοδεύτηκε από ενθουσιώδεις πανηγυρισμούς των φιλάθλων τόσο για τη μεγάλη του επίδοση (2.58.50), όσο και για την κατάκτηση της πρώτης θέσης. Οι πανηγυρισμοί εντάθηκαν όταν την εμφάνισή τους αμέσως μετά το Λούη έκαναν δύο ακόμη Έλληνες αθλητές, ο Χαρίλαος Βασιλάκος (2ος) και ο Σπύρος Μπελόκας (3ος).
Αμέσως μετά τη νίκη του ο Λούης δέχτηκε πλήθος προσφορών και δώρων. Με ιδιαίτερη όμως ευχαρίστηση αποδέχτηκε ένα άλογο και ένα κάρο για να μεταφέρει ευκολότερα νερό από το Μαρούσι στην Αθήνα.
Ο Λούης, μολονότι αναδείχτηκε σε θρύλο της εποχής του, δεν έτρεξε ποτέ σε άλλη κούρσα. Πέθανε το Μάρτιο του 1940 στην Αθήνα σε ηλικία 67 χρονών.

 

Οι Ολυμπιακοί Αγώνες στην Αρχαιότητα:
Από την Αρχαία Ολυμπία στην Αθήνα του 1896