Με την προσπάθεια του Ελευθέριου Βενιζέλου για αστικό εκσυγχρονισμό συντάχτηκαν οι περισσότεροι από τους σοσιαλιστές διανοούμενους της Ελλάδας. Η ένταξη των σοσιαλιστών διανοουμένων στο βενιζελισμό θα πρέπει να εννοηθεί ως συμμετοχή στην εγκαθίδρυση νέων κοινωνικών σχέσεων κι ενός σύγχρονου κράτους.

Όπως παρατηρεί η Ρένα Σταυρίδη-Πατρικίου, οι σοσιαλιστές αυτοί διανοούμενοι ασπάζονταν τη γενικευμένη στην Ευρώπη της πρώτης δεκαετίας του αιώνα άποψη ότι ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός της κοινωνίας προϋποθέτει αναγκαία το στάδιο του καπιταλισμού, της εκβιομηχάνισης και της αστικής κυριαρχίας. Ο Γεώργιος Σκληρός, κορυφαία μορφή του ελληνικού σοσιαλιστικού χώρου, δημοσίευσε το 1907 το έργο Το Κοινωνικό μας Ζήτημα, πρώτη μαρξιστική ερμηνεία της ελληνικής ιστορίας. Σε αυτό ζητεί από το κράτος να υιοθετήσει τις φιλελεύθερες δημοκρατικές αρχές εκσυγχρονισμού ως προϋπόθεση μάλιστα επιτυχίας των αλυτρωτικών οραμάτων, τα οποία συμμερίζεται και έτσι νομιμοποίησε την προσχώρηση των σοσιαλιστών στο βενιζελισμό. Βασική ιδεολογική γέφυρα ανάμεσα στους δύο χώρους θεωρήθηκε το κίνημα του εκπαιδευτικού δημοτικισμού.

Συνοψίζοντας, οι συνθήκες που προέκυψαν κατά την περίοδο 1917-20 θεωρήθηκαν από τους σοσιαλιστές διανοούμενους κατάλληλες για να προωθήσουν τα μεταρρυθμιστικά τους οράματα μέσα από τη συνεργασία τους με ένα κατά την αντίληψή τους προοδευτικό αστικό κόμμα.