πό τα τέλη του 16ου αιώνα είχαν αρχίσει να εμφανίζονται τα πρώτα σημάδια
αδυναμίας του οθωμανικού κράτους να ελέγξει αποτελεσματικά την ισχύ των αξιωματούχων
του στις κατακτημένες περιφέρειες της αυτοκρατορίας. Oι ανάγκες της κεντρικής
διοίκησης για περισσότερο χρήμα στα θησαυροφυλάκια της, την οδηγούσε σε μια
σειρά παραχωρήσεις στην οικονομική εκμετάλλευση της υπαίθρου, προς όφελος
των τοπικών διοικητικών και οικονομικών αρχών.
Mικρά τιμάρια αποσπώνταν από τους κατόχους
τους και μετατρέπονταν
σε αυτοκρατορικά κτήματα (χάσια), προκειμένου να ενοικιαστούν από το σουλτάνο
σε οικονομικά ισχυρούς παράγοντες. Oι άνθρωποι αυτοί ήταν είτε άτομα που
μπορούσαν να διακινούν μεγάλες ποσότητες ρευστού, είτε άνθρωποι του παλατιού, που μπορούσαν με πλάγια
μέσα να ελέγχουν τη διαδικασία είσπραξης των φόρων από τις επαρχίες της αυτοκρατορίας.
Αρχικά, νοίκιαζαν το δικαίωμα να συγκεντρώνουν τους φόρους από περιοχές για
ένα ορισμένο χρονικό διάστημα (iltizam), προκαταβάλλοντας ένα μέρος των εσόδων
στο κράτος, που τόσο πολύ το είχε ανάγκη. Aπό τα μέσα του 17ου αιώνα, αυτή
η εκμετάλλευση των φόρων έτεινε να γίνει ισόβια, μέσα από καινούργιες πρακτικές
ενοικίασης (malikane), ενώ η έκταση των περιοχών που έλεγχαν μεγάλωνε διαρκώς.