Η αρχή του δράματος συνδέθηκε από τους υποστηρικτές μίας εθνολογικής θεώρησης με τελετές βλάστησης και γονιμότητας, από τις οποίες φαίνεται να προήλθαν κάποια μεμονωμένα στοιχεία όπως η χρήση των μασκών. Το στοιχείο της θεοληψίας όμως, κατά την οποία ο μιμούμενος τις θεϊκές οντότητες αισθάνεται να καταλαμβάνεται από αυτές, προϋπήρχε σε πολλούς πολιτισμούς και δεν αποτελεί τεκμήριο για την προέλευση της τραγωδίας από κάποιου είδους θρησκευτικό δράμα. Ωστόσο, είναι ευκολότερο να εντοπίσουμε ορισμένες εκλεκτές συγγένειες της τραγωδίας με άλλα προϋπάρχοντα λογοτεχνικά είδη. Οι υποθέσεις των τραγωδιών είναι κυρίως μυθολογικές, πρόκειται δηλαδή για τα θέματα που έχει πραγματευτεί η επική ποίηση και που από το Στησίχορο και μετά αποτελούσαν τον πυρήνα της αφηγηματικής χορικής λυρικής ποίησης. Τα χορικά των τραγωδιών φέρουν εμφανή τα ίχνη της ποίησης αυτής τόσο στη διάλεκτο που χρησιμοποιούν, και η οποία περιέχει πολλά δωρικά στοιχεία, όσο και στο μέτρο. Προφανώς η επιρροή της Πελοποννήσου, όπου επιβίωνε μία ισχυρή χορική λυρική παράδοση, ήταν καθοριστική. Τα διαλογικά μέρη που εκφέρονταν σε ιαμβικούς τρίμετρους συγγενεύουν με την ιωνική παράδοση και τον Αρχίλοχο, αλλά μάλλον οφείλουν περισσότερα στο Σόλωνα. Ο τελευταίος καλλιέργησε και ανάπτυξε τους ιαμβικούς τρίμετρους ως φορείς μίας πολιτικής ρητορικής.

Ο Αριστοτέλης, χωρίς να αναφέρει τις πηγές που χρησιμοποίησε, πίστευε ότι η τραγωδία γεννήθηκε από το διονυσιακό διθύραμβο. Αν και δεν ξέρουμε πολλά για το διθύραμβο, φαίνεται ότι υπήρχε ένας κορυφαίος, που τραγουδούσε τα κυρίως μέρη και ο χορός, που επαναλάμβανε τις επωδούς. Σύμφωνα μάλιστα με μία παράδοση, που επιβίωσε ως τα ρωμαϊκά χρόνια, η μετάβαση από το διθύραμβο στο δράμα ήταν επίτευγμα του Θέσπη από το δήμο Ικαρίας της Αττικής. Μολονότι έχουν προταθεί πολλές εκδοχές, φαίνεται αρκετά πιθανόν να ήταν αυτός ο πρώτος που υποδύθηκε ένα ρόλο και απευθύνθηκε στο χορό. Δηλαδή δεν τραγουδούσε πια αλλά παρίστανε την αφήγηση. Οι συμβατικές χρονολογίες που παραδίδονται για αυτή την καινοτομία του Θέσπη είναι τα Μεγάλα Διονύσια ανάμεσα στο 536/5-533/2 π.Χ. Σύντομα την απλή παρουσίαση των τραγωδιών διαδέχτηκαν αγώνες δραματικοί με την υποστήριξη του Πεισιστράτου. Η στάση αυτή του τυράννου έχει ερμηνευθεί ως μία προσπάθειά του να ενισχυθεί η διονυσιακή λατρεία και να αποδυναμωθούν άλλες παλαιότερες που βρίσκονταν υπό τον έλεγχο των αριστοκρατών. Υπήρχαν όμως και άλλες περιοχές που διεκδικούσαν τη γέννηση της τραγωδίας, κυρίως από τη δωρική βόρεια Πελοπόννησο. Στην Κόρινθο, την εποχή του Περίανδρου, ο Αρίωνας συνέβαλε αποφασιστικά στην εξέλιξη του διθύραμβου από ποιητικό αυτοσχέδιο σε ένα εξεζητημένο λογοτεχνικό άσμα. Στη Σικυώνα ο τύραννος Κλεισθένης, προκειμένου να εξαλείψει τη λατρεία του αργείου ήρωα Αδράστου, τον οποίο τιμούσαν με τραγικούς χορούς, συνέδεσε τους χορούς αυτούς με το Διόνυσο. Τέλος, λέγεται ότι σατυρικά δράματα παραστάθηκαν για πρώτη φορά στο Φλειούντα από τον Πρατίνα, ο οποίος εγκαταστάθηκε αργότερα στην Αθήνα, και μάλιστα συμμετείχε σε δραματικό αγώνα με τον Αισχύλο ανάμεσα στο 499-496 π.Χ.


| εισαγωγή | γράμματα | τέχνες | θρησκεία | Αρχαϊκή Περίοδος

Σημείωση: Επιλέγοντας τις εικόνες θα δείτε μια σύντομη περιγραφή.