Oλυμπιακά έργα και σύγχρονη πόλη: το Ολυμπιακό Χωριό
Ανατρέχοντας στην ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων διαπιστώνει κανείς ότι η διοργάνωσή τους αποτέλεσε σε μεγάλο βαθμό "προνόμιο" των κρατών της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής. Από τις 24 διοργανώσεις που έχουν πραγματοποιηθεί από το 1896 έως και το 2000, μόνο σε πέντε περιπτώσεις οι Αγώνες τελέστηκαν αλλού. Επιπλέον, η διοργάνωσή τους υπήρξε προνόμιο των οικονομικά αναπτυγμένων κρατών. Βέβαια, η ανάθεση της διοργάνωσης σε ευρωπαϊκές και βορειοαμερικανικές πόλεις έως τη δεκαετία του 1930 αντανακλά περισσότερο το βαθμό διεθνοποίησης των αθλητικών δικτύων και την ένταξή τους στους θεσμούς της ΔΟΕ.
Ωστόσο, από τη δεκαετία του 1930, και ιδίως μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, η γιγάντωση των Αγώνων είχε ως αποτέλεσμα την ανάθεση της διοργάνωσής τους σε κράτη που η οικονομία τους μπορούσε να αντεπεξέλθει στο κόστος των ολυμπιακών έργων. Έτσι, επιλέγονται "μητροπόλεις", μεγαλουπόλεις που διέθεταν ή ήταν σε θέση να δημιουργήσουν τις αθλητικές και τις άλλες υποδομές που απαιτούνταν για τη διοργάνωση των Αγώνων.
Ταυτόχρονα, τα ολυμπιακά έργα σήμαιναν για τις πόλεις που τα αναλάμβαναν μια επέμβαση μεγάλης κλίμακας. Ιδιαίτερα σημαντική υπήρξε η κατασκευή Ολυμπιακού Χωριού. Η αρχιτεκτονική και τα μορφικά του χαρακτηριστικά, η τοποθεσία που χτιζόταν, η εγγύτητα με την πόλη, αλλά και η χρήση του μετά τους Αγώνες είναι ζητήματα που επηρέασαν έντονα το σχεδιασμό για την ανάπτυξη των πόλεων. Έτσι, ανατρέχοντας στην ιστορία των Ολυμπιακών Χωριών θα μπορούσε κανείς να διαπιστώσει τις διαφορετικές τάσεις που επικράτησαν στη διαμόρφωση και την ανάπτυξη των μεγαλουπόλεων στο μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα. Να σημειωθεί ότι έως τη δεκαετία του 1930 οι αθλητές διέμεναν σε ξενοδοχεία, στρατιωτικές εγκαταστάσεις, πλοία και άλλους χώρους, ανάλογα με την κάθε διοργάνωση αλλά και με τις οικονομικές δυνατότητες της χώρας τους.
Τα πρώτα Ολυμπιακά Χωριά χτίστηκαν στο Λος ΄Aντζελες (1932) και στο Βερολίνο (1936) σε προάστια των δύο πόλεων και είχαν τη μορφή μπαγκαλόου, ακολουθώντας το επικρατέστερο οικιστικό μοντέλο ανάπτυξης των προαστίων στις ευρωπαϊκές και στις βορειοαμερικανικές μεγαλουπόλεις την εποχή εκείνη. Έτσι, τα δύο πρώτα Ολυμπιακά Χωριά μπόρεσαν εύκολα να ενταχθούν στον προαστιακό ιστό των δύο πόλεων. Από την άλλη, ενώ στην κατασκευή των αθλητικών εγκαταστάσεων προκρίνεται η εγγύτητά τους με το κεντρικό στάδιο, το Ολυμπιακό Χωριό δημιουργείται μακριά από αυτό.
Το 1948 οι οικονομικές συνέπειες του πολέμου δεν επέτρεψαν στους Βρετανούς διοργανωτές να κατασκευάσουν Ολυμπιακό Χωριό. Τα χωριά που χτίστηκαν για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1952 (Ελσίνκι) και του 1956 (Μελβούρνη) οικοδομήθηκαν σε προάστια των δύο πόλεων, όπως είχε συμβεί το 1932 και το 1936, και η κατασκευή τους εντάχθηκε σε δημοτικά ή κυβερνητικά προγράμματα δημιουργίας εργατικών κατοικιών. Ωστόσο, ενώ στη Μελβούρνη ακολουθήθηκε το προπολεμικό προαστιακό οικιστικό μοντέλο (μπαγκαλόου), στο Ελσίνκι εμφανίστηκε ένα διαφορετικό πρότυπο: της πολυκατοικίας, που υιοθετήθηκε και στις επόμενες διοργανώσεις στη Ρώμη (1960) και στο Τόκιο (1964).
Οι Αγώνες της Ρώμης συνιστούν τομή σε σχέση με τις προηγούμενες διοργανώσεις, καθώς για πρώτη φορά η κατασκευή του χωριού εντάσσεται στο συνολικό σχεδιασμό για την επέκταση και την ανάπτυξη της πόλης. Η επικρατέστερη τάση την εποχή εκείνη στον πολεοδομικό σχεδιασμό, ιδίως στην Ευρώπη, ήταν η επέκταση της μεγαλούπολης με τη δημιουργία μικρότερων δορυφορικών πόλεων, εξέλιξη που ανταποκρίνεται στο νέο καταμερισμό λειτουργιών στις αναπτυσσόμενες και συνεπώς στις επεκτεινόμενες μεγαλουπόλεις. Στη βάση, λοιπόν, τέτοιων σχεδιασμών δημιουργήθηκε το Ολυμπιακό Χωριό στη Ρώμη (1960), στο Τόκιο (1964) και στο Μεξικό (1968). Στις περιπτώσεις αυτές η εγγύτητα μεταξύ των ολυμπιακών εγκαταστάσεων δεν αποτέλεσε στόχο των διοργανωτών. Στη Ρώμη δημιουργήθηκαν δύο διαφορετικοί ολυμπιακοί πόλοι, βόρεια και νότια της πόλης, στο Τόκιο τρεις και στο Μεξικό περισσότεροι. H μετακίνηση μεταξύ του Ολυμπιακού Χωριού και των αθλητικών εγκαταστάσεων ικανοποιήθηκε με τη δημιουργία λεωφόρων και περιφερειακών οδικών αρτηριών, που συνέδεαν τις δορυφορικές πόλεις μεταξύ τους αλλά και με το κέντρο της πόλης.
Τη δεκαετία του 1970 οι Ολυμπιακοί Αγώνες επανέρχονται στο "κέντρο" της πόλης και ανακτούν τη χωρική τους ενότητα. Μάλιστα, για πρώτη φορά το Ολυμπιακό Χωριό κατασκευάζεται κοντά στο στάδιο και τις άλλες αθλητικές εγκαταστάσεις. Η εξέλιξη αυτή συναρτάται με προσπάθειες ανάπλασης του κέντρου της πόλης, με σχεδιασμένη επέμβαση στις λειτουργίες και τη χρήση του αστικού χώρου σε περιοχές εγκαταλελειμμένες, υποβαθμισμένες (Μόναχο 1972) ή σε περιοχές με μία στοιχειώδη αθλητική υποδομή (Μόντρεαλ 1976), οι οποίες επιλέγονται ώστε να αποτελέσουν στο εξής το κέντρο των αθλητικών δραστηριοτήτων κάθε πόλης.
Έτσι, οι ολυμπιακές εγκαταστάσεις συγκεντρώνονται στον ίδιο χώρο, όπως συνέβαινε σε γενικές γραμμές έως τη δεκαετία του 1950, τη φορά αυτή ωστόσο δίνεται ιδιαίτερο ενδιαφέρον στη χρήση τους μετά τους Αγώνες. Ταυτόχρονα, η πρόσβαση σε αυτές τις ανανεωμένες περιοχές της πόλης διευκολύνθηκε από νέες οδικές αρτηρίες και επεκτάσεις στη γραμμή του μετρό. Ακόμη, η δημιουργία των αθλητικών εγκαταστάσεων στο κέντρο της πόλης αντανακλά την ανακατανομή λειτουργιών και δραστηριοτήτων στο κέντρο των μεγαλουπόλεων, με τη συγκέντρωση σε αυτό αθλητικών, ψυχαγωγικών και άλλων δραστηριοτήτων που συνδέονται με τη διαχείριση του ελεύθερου χρόνου. Σε ό,τι αφορά την αρχιτεκτονική του Oλυμπιακού Xωριού δημιουργήθηκαν μεγάλα κτηριακά συγκροτήματα που μετά τους Αγώνες μετατράπηκαν σε φοιτητική εστία (Μόναχο) και σε κατοικίες (Μόντρεαλ).
Τα ολυμπιακά έργα στους Αγώνες της Μόσχας (1980), συνεπώς και η κατασκευή Oλυμπιακού Xωριού, εντάχθηκαν στο εικοσαετές πρόγραμμα ανάπτυξης της πόλης (1971-1990), που για τον αθλητισμό προέβλεπε τη δημιουργία εγκαταστάσεων σε διαφορετικές περιοχές της σοβιετικής πρωτεύουσας. Το Oλυμπιακό Xωριό στη Μόσχα, ακολουθώντας στο σημείο αυτό τις προηγούμενες διοργανώσεις, αποτελούνταν από μεγάλα κτηριακά συγκροτήματα, τα οποία στη συνέχεια μετατράπηκαν σε μόνιμες κατοικίες.
Το 1984 στο Λος ΄Aντζελες, αντί αθλητικού χωριού, χρησιμοποιήθηκαν οι φοιτητικές εστίες των πανεπιστημίων της πόλης. Το ίδιο παράδειγμα ακολουθήθηκε και το 1996 στην Ατλάντα. Αντίθετα, οι Αγώνες στη Σεούλ (1988), τη Βαρκελώνη (1992) και το Σίδνεϊ (2000) ανέδειξαν μια διαφορετική λογική, συγγενική με εκείνη που ακολουθήθηκε το 1972 και το 1976. Βέβαια, οι ολυμπιακές εγκαταστάσεις δε συγκεντρώθηκαν αλλά κατανεμήθηκαν σε τρεις ή τέσσερις διακριτούς ολυμπιακούς χώρους που βρίσκονταν κοντά στο κέντρο της πόλης. Ωστόσο, ζητούμενο και εδώ υπήρξε η ανάδειξη του κέντρου της μητρόπολης μέσα από την αναβάθμιση, δηλαδή τη διαφορετική χρήση "προβληματικών" περιοχών.
Ειδικά στη Βαρκελώνη, ο σχεδιασμός των ολυμπιακών έργων συναρτήθηκε με ένα γιγαντιαίο πρόγραμμα ανάπλασης του ιστορικού κέντρου της πόλης και ανάδειξης της ιδιαίτερης φυσιογνωμίας του. Το εγχείρημα αυτό αναμόρφωσε εντυπωσιακά το τοπίο και εκσυγχρόνισε τις λειτουργίες της πόλης, συνιστώντας το κατεξοχήν παράδειγμα θετικής επίδρασης των Ολυμπιακών Αγώνων στη ζωή και την ανάπτυξη των σύγχρονων μεγαλουπόλεων.

 

Οι Ολυμπιακοί Αγώνες στην Αρχαιότητα:
Από την Αρχαία Ολυμπία στην Αθήνα του 1896