Oλυμπιακά
έργα και σύγχρονη πόλη
Από το 1956 και για τρεις περίπου δεκαετίες, δηλαδή έως τα
μέσα του 1980, μειωνόταν διαρκώς το ενδιαφέρον για την ανάληψη
των Ολυμπιακών Αγώνων, έτσι όπως αυτό μπορεί να εκφραστεί
από τον αριθμό των
υποψήφιων πόλεων για κάθε διοργάνωση. Η γιγάντωση των Αγώνων,
αλλά και τα διαρκώς αυξανόμενα έξοδα, τα οποία δεν καλύπτονταν
από τα έσοδα, είχαν ως αποτέλεσμα τη βαθμιαία μείωση του αριθμού
των υποψήφιων πόλεων, με τους Αγώνες του 1984 να σημειώνουν
το πλέον αρνητικό ρεκόρ υποψηφιοτήτων.
Παρ' όλα αυτά, ωστόσο, οι Αγώνες του Λος ΄Aντζελες (1984) ήταν
η μόνη οικονομικά επιτυχημένη διοργάνωση μετά από μισό αιώνα,
δίνοντας έτσι μια νέα ώθηση στο ενδιαφέρον για τη διοργάνωση
των Ολυμπιακών Αγώνων. Η ανοδική αυτή τάση γίνεται εμφανής
στον αριθμό υποψηφιοτήτων για τους Αγώνες του 1992, τριπλάσιος
από εκείνον της προηγούμενης διοργάνωσης, τους οποίους ανέλαβε
η Βαρκελώνη.
Οι Αγώνες της Βαρκελώνης πρόσφεραν ένα διαφορετικά θετικό
οικονομικό αποτέλεσμα από εκείνο που είχε παρουσιάσει το Λος
΄Aντζελες: τα έμμεσα, και συνεπώς τα μεσοπρόθεσμα, οφέλη που
είχε για μια πόλη η διοργάνωσή τους. Τα μεγάλης έκτασης έργα
που απαιτούνταν για τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων συνέβαλαν
στην ανανέωση και την ανάδειξη του τοπίου της πόλης, αλλά
και των λειτουργιών της. Οι ντόπιοι και οι ξένοι αρχιτέκτονες
που εργάστηκαν για την κατασκευή των έργων είχαν συνείδηση
της παρέμβασης που συνιστούσε το έργο τους στην οικονομία,
τη φυσιογνωμία και τις λειτουργίες μιας σύγχρονης μεγαλούπολης.
Η περίπτωση της Βαρκελώνης στάθηκε προνομιακό πεδίο συζήτησης
για την επίδραση της διοργάνωσης των Αγώνων στον πολεοδομικό
σχεδιασμό και την ανάπτυξη των σύγχρονων μεγαλουπόλεων.
Ανατρέχοντας στην ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων θα μπορούσαμε
να διακρίνουμε την εναλλαγή τεσσάρων διαφορετικών φάσεων,
αναφορικά με την επίδραση που είχε η διοργάνωση των Αγώνων
στην πόλη που τους φιλοξενούσε. Οι τέσσερις αυτές φάσεις συναρτώνται
με τις διαρκώς αυξανόμενες απαιτήσεις σε στάδια και εγκαταστάσεις
και, επομένως, με την έκταση των παρεμβάσεων, αλλά και με
τη σημασία που αποκτούσε για τη ζωή και τις λειτουργίες της
πόλης η κατασκευή των ολυμπιακών έργων.
Οι τέσσερις πρώτες διοργανώσεις, παρά τις επιμέρους διαφορές
τους, διακρίνονται για τα ελάχιστα έργα που χρειάστηκε να
κατασκευαστούν. Κατά κύριο λόγο χρησιμοποιήθηκαν οι ήδη υπάρχουσες
εγκαταστάσεις τόσο για τη διεξαγωγή των αγωνισμάτων, όσο και
για τη φιλοξενία των αθλητών και των παραγόντων. Εξαίρεση
αποτέλεσε η ανακατασκευή του Παναθηναϊκού Σταδίου στην Αθήνα,
ένα έργο που κάλυπτε την απουσία αθλητικών χώρων στην ελληνική
πρωτεύουσα και, ταυτόχρονα, συνέδεε τους σύγχρονους Ολυμπιακούς
Αγώνες με την ελληνική Aρχαιότητα. Να σημειωθεί ότι βασικό
χαρακτηριστικό της εποχής εκείνης ήταν η προχειρότητα και
η ακαταλληλότητα των αθλητικών χώρων όπου διεξήχθησαν τα αγωνίσματα
στις διοργανώσεις του 1900 στο Παρίσι και του 1904 στο Σεν
Λούις.
Από το 1908, και ιδίως από το 1912, η έκταση των ολυμπιακών
έργων ακολουθεί τη βαθμιαία ανάπτυξη των Αγώνων. Έτσι έως
το 1932 διακρίνουμε ότι η ανάληψη των Ολυμπιακών Αγώνων ακολουθείται
από την κατασκευή μικρής έκτασης έργων. Πρόκειται για αθλητικές
εγκαταστάσεις οι οποίες ενσωματώνονται σχετικά πρόχειρα στον
πολεοδομικό ιστό της διοργανώτριας πόλης, ωστόσο τα έργα αυτά
και ιδίως τα στάδια είναι διακριτά και αποτελούν σημεία αναφοράς
για τη ζωή και τη φυσιογνωμία της πόλης.
Μια επόμενη φάση ξεκινά από τους Αγώνες του 1932 και διαρκεί
έως το 1952. Καινοτομία των Αγώνων του Λος ΄Aντζελες (1932)
υπήρξε η κατασκευή Ολυμπιακού Χωριού. Εκτός από τις εγκαταστάσεις
για την φιλοξενία αθλητών και παραγόντων, την περίοδο αυτή
χαρακτηρίζει η κατασκευή μεγάλων επιβλητικών σταδίων, καθώς
και πολλών άλλων αθλητικών εγκαταστάσεων, οι οποίες αυξάνουν
από διοργάνωση σε διοργάνωση ανάλογα με τα αθλήματα που περιλαμβάνονται
στο ολυμπιακό πρόγραμμα των Αγώνων. Όλες αυτές οι εγκαταστάσεις
επιδρούν σε ένα βαθμό στην πολεοδομική συγκρότηση της πόλης
και συνιστούν προάγγελο των τάσεων που θα αναπτυχθούν στην
επόμενη φάση.
Τέλος, από το 1956 έως σήμερα, η διοργάνωση των Ολυμπιακών
Αγώνων σηματοδοτεί μεγάλης έκτασης επέμβαση στο αστικό τοπίο.
Τα έργα δεν περιορίζονται μόνο στην ενσωμάτωση του Ολυμπιακού
Χωριού και των άλλων εγκαταστάσεων (αθλητικά κέντρα, πάρκο)
στους σχεδιασμούς για την ανάπτυξη της πόλης, αλλά επεκτείνονται
και σε σειρά σημαντικών επεμβάσεων που αφορούν το οδικό δίκτυο
και τα μέσα συγκοινωνίας (π.χ. μετρό), τις τηλεπικοινωνίες,
τα λιμάνια και τα αεροδρόμια.
Στην περίοδο αυτή, που καλύπτει πέντε περίπου δεκαετίες, είναι
εμφανείς οι διαφορές στη διαχείριση της διοργάνωσης των Ολυμπιακών
Αγώνων. Τα διαφορετικά μοντέλα πολεοδομικού σχεδιασμού, τα
οποία υιοθετούνται και εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση, σε
σχέση με τα ολυμπιακά έργα, ανταποκρίνονται στις τάσεις και
στους προβληματισμούς για τη μορφή της σύγχρονης μεγαλούπολης
που κυριάρχησαν στο β' μισό του 20ού αιώνα.
|