H
τεχνολογία στην υπηρεσία του αθλητισμού
Η εξέλιξη των επιδόσεων στα διάφορα αγωνίσματα, η προοδευτική
βελτίωση των ρεκόρ, είναι αποτέλεσμα πολλαπλών παραγόντων.
Η εφαρμογή νέων προπονητικών μεθόδων και τεχνικών, η βελτίωση
της τεχνικής κάθε
αγωνίσματος και η βοήθεια της ιατρικής επιστήμης, με θεμιτό
και αθέμιτο τρόπο, συμβάλλουν ασφαλώς στην εξέλιξη αυτή. Μερίδιο,
ωστόσο, στην επίτευξη καλύτερων επιδόσεων διεκδικεί και η
πρόοδος στον τομέα της αθλητικής τεχνολογίας. Αναφερόμαστε
σε εξελίξεις που εκτείνονται από την κατασκευή των αθλητικών
σταδίων έως τα ειδικά όργανα ή αντικείμενα που απαιτούνται
για τη διεξαγωγή των αγωνισμάτων, αλλά και τα παπούτσια ή
την ενδυμασία των αθλητών. Γενικά, θα λέγαμε ότι η αθλητική
τεχνολογία ευνόησε τις επιδόσεις των αθλητών, που σε ορισμένα
αθλήματα μάλιστα υπήρξαν εντυπωσιακές.
Στην ποδηλασία οι βελτιώσεις που επέφερε η αθλητική τεχνολογία
τόσο στο μηχανισμό των ποδηλάτων, όσο και στην αεροδυναμική,
στα υλικά κατασκευής, στη στάση των αθλητών κτλ. επηρέασαν
σημαντικά την εξέλιξη του αθλήματος. Στην κολύμβηση σημαντική
τομή υπήρξε η κατασκευή πισίνας. Στις πρώτες τρεις ολυμπιακές
διοργανώσεις οι κολυμβητές αγωνίστηκαν στη θάλασσα (1896),
σε ποτάμι (1900) και σε λίμνη (1904). Από το 1908 υιοθετείται
η πισίνα, ενώ από το 1924 δημιουργούνται ξεχωριστές διαδρομές
για κάθε αθλητή, και το μήκος της πισίνας ορίζεται στα 50
μ. Σήμερα στην κατασκευή της πισίνας λαμβάνονται μέτρα ώστε
να μειώνεται ο κυματισμός που παράγεται από τα τοιχώματα,
ο οποίος και δυσκολεύει την προσπάθεια των αθλητών.
Τα τελευταία χρόνια επίσης αποδίδεται ιδιαίτερη έμφαση στα
υλικά κατασκευής και στο σχεδιασμό των μαγιό. Στα αθλήματα
που χρησιμοποιείται μπάλα, όπως το τένις, το ποδόσφαιρο και
η καλαθοσφαίριση, ιδιαίτερη σημασία δίνεται στον τρόπο ανταπόκρισης
της μπάλας στο κάθε χτύπημα και οι βελτιώσεις αφορούν κυρίως
τα υλικά κατασκευής της μπάλας, τα παπούτσια, τις ρακέτες
κτλ. Εξειδικευμένα επιστημονικά εργαστήρια, όπως το Εργαστήριο
Αθλητισμού ΜΙΤ, αναλαμβάνουν έρευνες προς την κατεύθυνση αυτή.
Στο στίβο, στους δρόμους ταχύτητας και ιδίως στο αγώνισμα
των 100 μ. η ραγδαία βελτίωση των επιδόσεων στις πρώτες δεκαετίες
του αιώνα οφείλεται στην εξέλιξη της τεχνικής της εκκίνησης,
στοιχείο της οποίας υπήρξε και η χρήση ειδικού βατήρα. Στους
πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες όλοι σχεδόν οι αθλητές ξεκινούσαν
από όρθια θέση. Εξαίρεση αποτέλεσε ο νικητής του αγωνίσματος,
ο Thomas Burke από τις Ηνωμένες Πολιτείες, με μια τεχνική
εκκίνησης της οποίας εξέλιξη αποτελεί η σημερινή. Στη δεκαετία
του 1920, οπότε και είχε γενικευτεί η εφαρμογή της εκκίνησης
από χαμηλή θέση, η οποία ενείχε τη δυνατότητα της "εκτίναξης",
έκαναν την εμφάνισή τους οι πρώτοι μηχανισμοί βατήρα εκτίναξης.
Η χρήση τους διαδόθηκε τη δεκαετία του 1930, ωστόσο η υιοθέτησή
τους στους Ολυμπιακούς Αγώνες έγινε για πρώτη φορά το 1948
στο Λονδίνο.
Στο άλμα επί κοντώ αποφασιστικής σημασίας υπήρξαν οι αλλαγές
στα υλικά κατασκευής του κονταριού, οι οποίες επηρέασαν με
τη σειρά τους την τεχνική του αγωνίσματος. Αρχικά, τα κοντάρια
δεν είχαν ευλυγισία, καθώς ήταν κατασκευασμένα από ξύλο. Ήδη
στις αρχές του αιώνα, ωστόσο, κάποιοι Αμερικανοί αθλητές χρησιμοποίησαν
κοντάρια από μπαμπού, κυριαρχώντας στο αγώνισμα χάρη στην
ώθηση που δημιουργούσε η ελαστικότητα του κονταριού. Έτσι,
η χρήση κονταριών από μπαμπού γενικεύτηκε, έως τα μέσα της
δεκαετίας του 1950, την εποχή δηλαδή που εμφανίστηκε το κοντάρι
από fiberglass. Ο Έλληνας Γεώργιος Ρουμπάνης ήταν ο πρώτος
αθλητής που το χρησιμοποίησε σε Ολυμπιακούς Αγώνες, κατακτώντας
την τρίτη θέση στους Αγώνες της Μελβούρνης (1956). Η χρήση
του κονταριού γενικεύτηκε πολύ γρήγορα, επηρεάζοντας εκ νέου
την τεχνική του αγωνίσματος και επιφέροντας εντυπωσιακές βελτιώσεις
στις επιδόσεις κατά τη δεκαετία του 1960.
Παρ' ότι σε γενικές γραμμές η συνάντηση της τεχνολογίας με
τον αθλητισμό προσανατολίζεται στη βελτίωση των επιδόσεων,
σε ορισμένες περιπτώσεις η προσπάθεια κατατείνει στο αντίθετο
αποτέλεσμα. Η πλέον ενδεικτική περίπτωση είναι εκείνη του
ακοντισμού στο στίβο. Αφορμή στάθηκε η επίδοση των 104,80
μ., που σημείωσε ο Ανατολικογερμανός ακοντιστής Uwe Hohn το
1984. Η βελτίωση της "συμπεριφοράς" του ακοντίου στη διάρκεια
της ρίψης, σε συνδυασμό με τους άλλους παράγοντες, θεμιτούς
και αθέμιτους, που βοηθούσαν τους αθλητές να επιτυγχάνουν
καλύτερα αποτελέσματα, έθετε πλέον σε κίνδυνο τη ζωή των θεατών.
Αποφασίστηκε, λοιπόν, ότι θα έπρεπε να υπάρξουν αλλαγές τέτοιες
στο ακόντιο, ώστε να προσγειώνεται πιο κοντά. Η μετατόπιση
του κέντρου βάρους του ακοντίου κατά τέσσερα εκατοστά επέφερε
κάποια αποτελέσματα, καθώς οι επιδόσεις περιορίστηκαν αρχικά
κατά 15 με 20 περίπου μέτρα.
Μια δεκαετία αργότερα, ωστόσο, οι επιδόσεις των αθλητών κυμαίνονταν
και πάλι πάνω από τα 90 μέτρα, ενώ το παγκόσμιο ρεκόρ πλησίαζε
τα 100 μ. Αθλητές, όπως ο Τσέχος Jan Zelezny, ο κάτοχος του
παγκόσμιου ρεκόρ με βολή 98,48 από το 1996, έδειξαν ότι το
νέου κέντρου βάρους ακόντιο και η συμπεριφορά του κατά την
πτήση και την προσγείωση ευνοούσε τους αθλητές εκείνους που
στήριζαν τις επιδόσεις τους όχι τόσο στη δύναμη, αλλά μάλλον
στην ταχύτητα και στην τεχνική.
Τέλος, οι καινοτομίες στα παπούτσια και στα ρούχα των αθλητών,
ένας τομέας στον οποίο επικεντρώνονταν κατά κύριο λόγο οι
έρευνες των εταιρειών αθλητικών ειδών, ιδίως τις τελευταίες
δεκαετίες, φαίνεται ότι δεν επέφεραν αποτελέσματα το ίδιο
εντυπωσιακά με τις αλλαγές που προκάλεσαν στην εμφάνιση των
αγωνιζομένων. Έτσι, η υιοθέτησή τους από τους αθλητές, ιδίως
κατά τους σημαντικούς διεθνείς αγώνες, συνδέεται περισσότερο
με τη διαμόρφωση τάσεων στην "αθλητική μόδα" και λειτουργεί
ως διαφήμιση με τελικούς αποδέκτες το παγκόσμιο αθλητικό κοινό.
|