Από τις Διεθνείς Εκθέσεις στην κρατική χρηματοδότηση των Aγώνων
Στο ιδρυτικό συνέδριο της ΔΟΕ (Διεθνής Οικονομική Επιτροπή) που έγινε στο Παρίσι τον Iούνιο του 1894 παρουσιάστηκε το σχέδιο του Pierre de Coubertin για την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων. Μάλιστα, σύμφωνα με την πρόταση του Coubertin, οι πρώτοι σύγχρονοι Ολυμπιακοί Αγώνες θα έπρεπε να γίνουν το 1900 στο Παρίσι, ώστε να συμπέσουν με τη μεγάλη διεθνή εμπορική έκθεση που θα οργανωνόταν στη γαλλική πρωτεύουσα, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων για τον εορτασμό του νέου αιώνα. Όπως υποστήριζε ο Coubertin "αν άνθρωποι από όλα τα σημεία της γης συναντιόνται στις παγκόσμιες εκθέσεις και στα επιστημονικά συνέδρια [...], γιατί να μη γίνει το ίδιο και με τους αθλητές;".
Έτσι, η ιδέα της αναβίωσης των Ολυμπιακών Αγώνων ήταν εξαρχής μια προσπάθεια να στεγαστούν στην ίδια διεθνή αθλητική συνάντηση ποικίλα αθλήματα και αθλητές από πολλές διαφορετικές χώρες. Σύμφωνα με την ιδέα αυτή ο αθλητισμός -μια δραστηριότητα που μορφοποιούνταν στη διάρκεια του 19ου αιώνα υιοθετημένη από τις κοινωνικές ελίτ των ευρωπαϊκών κυρίως κοινωνιών, αλλά και από την ενσωμάτωσή της στα σχολικά προγράμματα και τη στρατιωτική εκπαίδευση,- θα μπορούσε να αποτελέσει ένα ακόμη πεδίο "συνάντησης των εθνών", παρόμοιο με τις διεθνείς εμπορικές εκθέσεις, τους καλλιτεχνικούς διαγωνισμούς και τα επιστημονικά συνέδρια.
Ταυτόχρονα, η επιλογή της διεθνούς εμπορικής έκθεσης που θα διοργανωνόταν στο Παρίσι, κάλυπτε μια διαφορετική ανάγκη, σχετική με τις δυνατότητες πραγματοποίησης μιας διεθνούς αθλητικής συνάντησης. Η ενσωμάτωση των Ολυμπιακών Αγώνων στο πλαίσιο ενός μεγάλου γεγονότος, όπως ήταν η έκθεση, θεωρούνταν ότι θα μπορούσε να δώσει λύση στο πρόβλημα της εύρεσης των πόρων της διοργάνωσης. Πραγματικά, ο θεσμός των εμπορικών εκθέσεων συνιστούσε από τα μέσα του 19ου αιώνα το μεγαλύτερο διεθνές γεγονός, στο πρόγραμμα του οποίου συμπεριλαμβανόταν πλήθος άλλων δραστηριοτήτων, όπως αθλητικές επιδείξεις και καλλιτεχνικές εκθέσεις. Η οργανωτική επιτροπή κάθε έκθεσης διέθετε τους απαραίτητους πόρους για την ανάληψη της διοργάνωσης των Αγώνων, τους οποίους δεν μπορούσε να προσφέρει η ΔΟΕ.
Παρ' όλα αυτά, μετά από πρόταση του Έλληνα αντιπροσώπου Δημήτρη Βικέλα, αποφασίστηκε οι πρώτοι σύγχρονοι Ολυμπιακοί Αγώνες να διοργανωθούν στην Αθήνα, ώστε να φανεί η "ιστορική συνέχεια" των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων με εκείνους της ελληνικής Αρχαιότητας. Η απόφαση αυτή, βέβαια, έθετε εκ νέου το πρόβλημα της χρηματοδότησης των Αγώνων. Το ζήτημα αυτό έπρεπε, πλέον, να επιλυθεί από την οργανωτική επιτροπή μιας χώρας που, ιδίως την εποχή εκείνη, βρισκόταν σε δεινή οικονομική θέση.
Στα τέλη του 1893 η ελληνική κυβέρνηση κήρυξε τη χώρα σε πτώχευση, αδυνατώντας να πληρώσει τις δόσεις των δανείων προηγούμενων δεκαετιών. Έτσι, το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων που απαιτήθηκαν για τα ολυμπιακά έργα καλύφθηκε χάρη στις δωρεές πλούσιων Ελλήνων εμπόρων. Πλέον εντυπωσιακή υπήρξε η περίπτωση του Γεώργιου Αβέρωφ, που πρόσφερε ένα τεράστιο χρηματικό ποσό για την εποχή εκείνη, με το οποίο ανακατασκευάστηκε το Παναθηναϊκό Στάδιο. Τέλος, ένα μεγάλο μέρος των χρημάτων καλύφτηκε από την έκδοση της πρώτης ολυμπιακής σειράς γραμματοσήμων και από την πώληση εισιτηρίων και αναμνηστικών αντικειμένων.
Η διεθνής έκθεση στο Παρίσι κάλυψε το πρόβλημα ανεύρεσης πόρων για τη διοργάνωση των δεύτερων Ολυμπιακών Αγώνων (1900). Με παρόμοιο τρόπο αντιμετωπίστηκε και η επόμενη διοργάνωση (1904), η οποία τελικά ανατέθηκε στο Σεν Λούις των ΗΠΑ, πόλη που τη χρονιά εκείνη θα φιλοξενούσε μια μεγάλη εμπορική έκθεση. Ωστόσο, τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν από την ενσωμάτωση των αθλητικών Αγώνων στο πρόγραμμα των διεθνών εκθέσεων ήταν πολύ περισσότερα και μάλλον έβλαψαν, παρά ωφέλησαν, την προσπάθεια για την αναγνώριση των Ολυμπιακών Αγώνων ως της σημαντικότερης διεθνούς αθλητικής συνάντησης. Έτσι, παρά το γεγονός ότι και η τέταρτη ολυμπιακή διοργάνωση (1908) ανατέθηκε σε μια πόλη που την ίδια χρονιά διοργάνωνε μια μεγάλη διεθνή έκθεση, τη φορά αυτή οι Ολυμπιακοί Αγώνες στο Λονδίνο οργανώνονταν παράλληλα και όχι στο πλαίσιο της έκθεσης. Σε μεγάλο βαθμό οι πόροι για τη διοργάνωση των Αγώνων καλύφτηκαν από την κυβέρνηση, με την ανακαίνιση των ήδη υπαρχουσών αθλητικών εγκαταστάσεων και την κατασκευή του κεντρικού σταδίου και του κολυμβητηρίου.
Ήταν η πρώτη φορά που οι κρατικοί πόροι της διοργανώτριας χώρας συνιστούσαν το βασικό χορηγό των Ολυμπιακών Αγώνων, ενώ και πάλι ένα μέρος των εσόδων καλύφτηκε από πωλήσεις γραμματοσήμων, εισιτηρίων και αναμνηστικών. Οι κρατικές επιχορηγήσεις αποτέλεσαν τη βασική πηγή χρηματοδότησης από την εποχή εκείνη και έως τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1984. Χαρακτηριστική εξαίρεση αποτέλεσαν οι Αγώνες του 1928 (΄Aμστερνταμ), καθώς η κυβέρνηση της Oλλανδίας αρνήθηκε κάθε οικονομική βοήθεια και τα έξοδα καλύφτηκαν από δωρεές ιδιωτών και επιχειρήσεων. Ωστόσο, η γιγάντωση των Αγώνων, ιδίως μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, σήμαινε κατακόρυφη αύξηση των εξόδων από διοργάνωση σε διοργάνωση, δίχως ωστόσο να ακολουθείται από παρόμοια αύξηση των εσόδων. Είναι χαρακτηριστικό ότι η τελευταία κερδοφόρα διοργάνωση πριν το 1984 ήταν εκείνη του 1932. Συμπτωματικά, και οι δύο επικερδείς διοργανώσεις διεξήχθησαν στην ίδια πόλη, το Λος ΄Aντζελες. Στον αντίποδα βρίσκεται η διοργάνωση του 1976 στο Μόντρεαλ, η οποία κληροδότησε στο κράτος του Καναδά ένα τεράστιο έλλειμμα, η αποπληρωμή του οποίου κράτησε περισσότερο από 20 χρόνια.

 

Οι Ολυμπιακοί Αγώνες στην Αρχαιότητα:
Από την Αρχαία Ολυμπία στην Αθήνα του 1896