Οι
τρεις φάσεις του ολυμπιακού εθελοντισμού (μέρος Β)
Από την απαρχή των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων και έως σήμερα
μια από τις σταθερές παραμέτρους κάθε διοργάνωσης αποτέλεσαν
τα δίκτυα ανθρώπων που πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους την οργανωτική
και (κάποιες
φορές) την οικονομική επιτυχία των Αγώνων. Βέβαια, στην ιστορία
των ολυμπιακών διοργανώσεων διαφοροποιούνται ο αριθμός των
εθελοντών, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους και το είδος της
δράσης τους. Θα πρέπει δηλαδή να τονίσουμε ότι σε αυτό που
διαχρονικά χαρακτηρίζουμε εθελοντισμό στην ιστορία των Ολυμπιακών
Αγώνων εντάσσονται πρακτικές που δεν ανταποκρίνονται πάντοτε
στην ατομική εθελούσια προσφορά υπηρεσιών. Αντίθετα, για ένα
μεγάλο διάστημα η δίχως οικονομικά ανταλλάγματα παροχή υπηρεσιών
αντλήθηκε από θεσμούς και δίκτυα (στρατός, συστήματα προσκόπων,
κομματικές νεολαίες), στο πλαίσιο των οποίων η ατομική βούληση
δεν αποτελούσε τη βασική παράμετρο συμμετοχής στη διοργάνωση
και διεξαγωγή των Αγώνων.
Σε γενικές γραμμές θα μπορούσαμε να διακρίνουμε τρεις διαφορετικές
φάσεις ανάπτυξης του εθελοντισμού στο ολυμπιακό πλαίσιο, η
εξέλιξη του οποίου συναρτάται αφενός με την εξέλιξη των αθλητικών
θεσμών, και ιδίως των Ολυμπιακών Αγώνων, και αφετέρου με τα
ιδιαίτερα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά χαρακτηριστικά
των εκατό και πλέον χρόνων που έχουν περάσει από την πρώτη
διοργάνωσή τους στη σύγχρονη εποχή. Αυτές οι τρεις διαφορετικές
φάσεις είναι οι ακόλουθες:
- Από το 1896 (Αθήνα) έως το 1908 (Λονδίνο) οι εθελοντές αποτελούν
μια μικρή αριθμητικά ομάδα ανθρώπων που δραστηριοποιείται
στον αθλητισμό.
- Από το 1912 (Στοκχόλμη) έως το 1980 (Μόσχα) στους εθελοντές
προστίθενται τα συστήματα προσκόπων και οδηγών, καθώς και
ο στρατός.
- Από το 1984 (Λος ΄Aντζελες) έως σήμερα εκλείπει η παρουσία
των προσκόπων και διαμορφώνονται τα σύγχρονα χαρακτηριστικά
του κινήματος των εθελοντών.
Η διοργάνωση των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα
το 1896 υπήρξε σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα της κινητοποίησης
εθελοντών. Επρόκειτο για ανθρώπους που αποτέλεσαν τους θιασώτες
της ανάπτυξης των αθλητικών θεσμών (π.χ. σωματεία, αθλητικοί
αγώνες) στο ελληνικό κράτος και οι οποίοι στελέχωσαν την οργανωτική
επιτροπή, αλλά και τις επιμέρους επιτροπές που ανέλαβαν την
προετοιμασία των Αγώνων και τη διεξαγωγή των αθλημάτων. ΄Aλλωστε,
τα οικονομικά προβλήματα και η αδυναμία του ελληνικού κράτους
να ανακατασκευάσει το Παναθηναϊκό Στάδιο δεν ξεπεράστηκαν
παρά μόνο με την εθελοντική προσφορά πλούσιων Ελλήνων και
ιδίως του Γεώργιου Αβέρωφ, που πρόσφερε στην οργανωτική επιτροπή
ένα τεράστιο χρηματικό ποσό. Και στις επόμενες τρεις διοργανώσεις
(1900, 1904, 1908) οι εθελοντές περιορίστηκαν στους ανθρώπους
που στελέχωναν σε εθνικό επίπεδο τους υπό διαμόρφωση αθλητικούς
θεσμούς. Ως εκ τούτου ο αριθμός τους ήταν μικρός, ενώ τα κοινωνιολογικά
τους χαρακτηριστικά ανταποκρίνονταν στο ιδιαίτερο ενδιαφέρον
για τον αθλητισμό των μεσαίων και ιδίως των ανώτερων στρωμάτων
των κοινωνιών αυτών.
Οι Αγώνες του 1912 αποτέλεσαν τομή στην ιστορία των Ολυμπιακών
Αγώνων. Το "σουηδικό κομψοτέχνημα", όπως αποκλήθηκαν οι Αγώνες
της Στοκχόλμης, έδωσε νέα πνοή και στο ζήτημα της εθελοντικής
προσφοράς στη διοργάνωση των Αγώνων. Σηματοδοτήθηκε έτσι μια
νέα φάση στην ιστορία του εθελοντισμού στο ολυμπιακό πλαίσιο,
η οποία διήρκεσε -με μικρές μόνο αποκλίσεις- έως τα μέσα της
δεκαετίας του 1980. Η βασική καινοτομία που εισήχθη το 1912
ήταν η χρησιμοποίηση των συστημάτων προσκόπων, η ίδρυση των
οποίων ανάγεται στα 1907. Έκτοτε, οι πρόσκοποι για πολλές
δεκαετίες θα αποτελέσουν μια σταθερά στη διοργάνωση των Ολυμπιακών
Αγώνων. Από το 1952 στο Ελσίνκι δίπλα στους προσκόπους δραστηριοποιήθηκαν
και τα γυναικεία συστήματα οδηγών, παρ' ότι αυτά συγκροτούνται
ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1910.
Συμπληρωματικά προς τους προσκόπους χρησιμοποιείται και ο
στρατός, ο ρόλος του οποίου καθίσταται ενεργότερος τη δεκαετία
του 1960, ιδίως σε ό,τι αφορά τα ζητήματα ασφάλειας των Αγώνων.
Στην περίοδο μεταξύ του 1912 και του 1980 η παρουσία των προσκόπων
αντικαθίσταται σε δύο περιπτώσεις (1936 στο Βερολίνο και 1980
στη Μόσχα) από τις κομματικές νεολαίες κρατών, οι οποίες,
παρά τις διαφορές τους, χαρακτηρίζονται από το συγκεντρωτισμό
του πολιτικού τους συστήματος (μονοκομματική διακυβέρνηση,
ταύτιση κόμματος και κρατικού μηχανισμού) και από την αποκλειστική
παρουσία του κόμματος-κράτους σε όλες τις σφαίρες της κοινωνικής
ζωής.
Οι Αγώνες του 1984 στο Λος ΄Aντζελες σηματοδοτούν μια ακόμη
διοργάνωση-σταθμό στην ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων τόσο
σε ό,τι αφορά την οικονομική τους επιτυχία, όσο και σε σχέση
με το νέο παράδειγμα εθελοντισμού που υιοθετήθηκε από την
οργανωτική επιτροπή και το οποίο έγινε αποδεκτό στις επόμενες
διοργανώσεις. Οι εθελοντές των Αγώνων του 1984 δεν προέρχονταν
από ήδη υπάρχοντα κοινωνικά δίκτυα και θεσμούς (πρόσκοποι,
στρατός, κομματική νεολαία), αλλά στηρίχτηκαν στην ατομική
προσέλευση ανθρώπων από κάθε τμήμα του κοινωνικού ιστού της
διοργανώτριας χώρας. Δημιουργήθηκε δηλαδή, με αφορμή τη διοργάνωση
των Αγώνων, ένα νέο κοινωνικό δίκτυο, αυτό του ολυμπιακού
εθελοντισμού.
Περίπου 30.000 εθελοντές εντάχθηκαν στη δραστηριότητα αυτή,
προσφέροντας σημαντική βοήθεια όχι μόνο στη διεξαγωγή των
αγωνισμάτων αλλά και στην οικονομική επιτυχία των Αγώνων του
1984. Το παράδειγμα του Λος ΄Aντζελες ακολουθήθηκε στη Σεούλ
το 1988 (27.000 εθελοντές), στη Βαρκελώνη το 1992 (35.000
εθελοντές), στην Ατλάντα το 1996 (60.000 εθελοντές) και στο
Σίδνεϊ το 2000 (50.000 εθελοντές). Η ΔΟΕ υιοθέτησε το μοντέλο
του εθελοντισμού το 1992, διακηρύσσοντας ταυτόχρονα ότι η
διοργάνωση και ο συντονισμός των εθελοντών ανήκει στην αποκλειστική
αρμοδιότητα της εκάστοτε οργανωτικής επιτροπής των Αγώνων.
|