Oι τρεις φάσεις του ολυμπιακού εθελοντισμού (μέρος Α)
Οι εθελοντές θεωρούνται σήμερα μια από τις βασικές παραμέτρους για την οργανωτική και την οικονομική επιτυχία των Ολυμπιακών Αγώνων. Είναι ενδεικτικό ότι στους Αγώνες του 2000 στο Σίδνεϊ περισσότεροι από 50.000 εθελοντές πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους στην προετοιμασία και τη διεξαγωγή των Αγώνων. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 1984 στο Λος Άντζελες θεωρούνται η διοργάνωση-σταθμός στην ανάπτυξη του εθελοντισμού στο ολυμπιακό πλαίσιο, ενώ στους Αγώνες του 1992 στη Βαρκελώνη το ζήτημα αυτό συμπεριλήφθηκε στις επίσημες αναφορές της οργανωτικής επιτροπής ως ένα από τα κατεξοχήν πεδία δραστηριότητάς της. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι η παρουσία εθελοντών στους Ολυμπιακούς Αγώνες είναι φαινόμενο που εντοπίζεται τη δεκαετία του 1980 και ιδίως τη δεκαετία του 1990.
Αν και ο αριθμός των εθελοντών, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους και οι τομείς της εμπλοκής τους στη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων διαφοροποιούνται στη διαδρομή του χρόνου από το 1896 έως σήμερα, η παρουσία των εθελοντών είναι εμφανής και σημαντική ήδη από τις πρώτες διοργανώσεις. Μάλιστα, θα μπορούσαμε να διακρίνουμε τρεις διαφορετικές χρονικές περιόδους στην ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων, τονίζοντας σε καθεμιά από αυτές τόσο την έκταση, όσο και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά εκείνων που συνέβαλαν στην πραγματοποίηση των Αγώνων.
Σε γενικές γραμμές η παρουσία εθελοντών στην προετοιμασία και τη διεξαγωγή των Αγώνων εξελίσσεται ιστορικά ακολουθώντας την ανάπτυξη των ολυμπιακών θεσμών και την ιδιαίτερη σημασία που αποκτά ο αθλητισμός στη σύγχρονη εποχή. Έτσι, στις πρώτες διοργανώσεις (1896-1908), δηλαδή τότε που οι Ολυμπιακοί Αγώνες δεν είχαν ακόμη αρχίσει να αποκτούν την κατοπινή τους αίγλη, η παρουσία των εθελοντών είναι περιορισμένη, δε σημειώνεται στις επίσημες εκθέσεις και επικεντρώνεται στην προσφορά ανθρώπων που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως πιονέροι του αθλητισμού στις χώρες τους. Είναι οι ίδιοι άνθρωποι που συνέβαλαν στη διάδοση του αθλητισμού μέσα από τη σύσταση αθλητικών θεσμών (π.χ. αθλητικών σωματείων, εθνικών και διεθνών ομοσπονδιών). Από τις πρώτες εκείνες ολυμπιακές διοργανώσεις και έως τα μέσα της δεκαετίας του 1980, οπότε και διαμορφώθηκε το σημερινό πρότυπο των εθελοντών, οι αυξανόμενες οργανωτικές ανάγκες που δημιουργούσε η γιγάντωση των Ολυμπιακών Αγώνων καλύφτηκαν με ένα διαφορετικό τρόπο: αφενός με την κινητοποίηση οργανωμένων ομάδων, όπως οι πρόσκοποι (αλλά και οι κυβερνητικές νεολαίες σε περιπτώσεις κρατών με αυταρχικά πολιτικά συστήματα), και αφετέρου με τη χρησιμοποίηση του στρατού.
Τέλος, από το 1984 προκρίθηκε ένα διαφορετικό μοντέλο ανάπτυξης του εθελοντισμού στο ολυμπιακό πλαίσιο. Το μοντέλο αυτό δε χρησιμοποιεί υπάρχοντα δίκτυα και οργανώσεις (συστήματα προσκόπων, στρατός), αλλά δημιουργεί νέα δίκτυα πολιτών ενόψει των Ολυμπιακών Αγώνων. Στηρίζεται δηλαδή και πάλι στην ατομική προσφορά, όπως συνέβη στις πρώτες διοργανώσεις, με τη διαφορά ότι οι εθελοντές δεν είναι αριθμητικά λίγοι και ούτε περιορίζονται σε εκείνα τα κοινωνικά στρώματα που εμπλέκονται στη συγκρότηση και την εξάπλωση των αθλητικών θεσμών (σωματεία, ομοσπονδίες κλπ).
Αντίθετα, το κίνημα των εθελοντών στη σημερινή του μορφή στηρίζεται στην κινητοποίηση ολόκληρης της κοινωνίας. Η διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων καθίσταται για κάθε χώρα υπόθεση εθνικής σημασίας, ενώ η οργανωτική επιτροπή αναλαμβάνει το ρόλο της διεύθυνσης των ενεργειών που καλείται να αναλάβει η κοινωνία, μέσω των εθελοντών, με σκοπό την επιτυχία των Αγώνων. Αποφασιστικό σημείο στην εξέλιξη αυτή υπήρξε η οικονομική κρίση των Ολυμπιακών Αγώνων στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και ιδίως στη δεκαετία του 1970. Οι Αγώνες του Λος Άντζελες οφείλουν την οικονομική τους επιτυχία όχι μόνο στη διαχείριση των δικαιωμάτων τηλεοπτικής μετάδοσης των Αγώνων και στους σπόνσορες, αλλά και στους σχεδόν 30.000 εθελοντές που ενέταξε η οργανωτική επιτροπή στην εξυπηρέτηση των Αγώνων.
Έκτοτε οι εθελοντές αποτελούν μια από τις βασικές παραμέτρους των "ανθρώπινων πόρων" στο συνυπολογισμό του κόστους κάθε διοργάνωσης. Η αυξανόμενη σημασία των εθελοντών στην οικονομική και οργανωτική επιτυχία των Αγώνων από τη δεκαετία του 1980 δημιούργησε την ανάγκη εφαρμογής ειδικών προγραμμάτων εκπαίδευσης, τα οποία ξεκινούν αρκετό χρόνο πριν την έναρξη των Αγώνων και επικεντρώνονται στους εξειδικευμένους ρόλους που καλούνται να εκπληρώσουν οι εθελοντές.
Από την πλευρά των εθελοντών, που κατά κύριο λόγο είναι νέοι άνθρωποι, η συμμετοχή στο πλαίσιο του ολυμπιακού εθελοντισμού -παρ' ότι δεν προσφέρει άμεσα οικονομικά ανταλλάγματα- θεωρείται ότι συνιστά μια ευκαιρία απόκτησης δεξιοτήτων και δημιουργίας γνωριμιών που ενισχύουν τις δυνατότητες πρόσβασης στην αγορά εργασίας μετά το τέλος των Αγώνων. Δεν πρέπει, ωστόσο, να αγνοηθεί ότι η γιγάντωση της εθελοντικής προσφοράς στους Ολυμπιακούς Αγώνες συναρτάται και με την ταυτόχρονη ανάπτυξη του εθελοντισμού (ενός κινήματος που διαπνέεται από την ιδέα της προσφοράς στο κοινωνικό σύνολο) σε πολλούς τομείς της κοινωνικής ζωής κατά τις δυο τελευταίες δεκαετίες, ιδίως στις κοινωνίες της Δύσης.

 

Οι Ολυμπιακοί Αγώνες στην Αρχαιότητα:
Από την Αρχαία Ολυμπία στην Αθήνα του 1896