Η δεύτερη Αθηναϊκή Ολυμπιάδα
Στη διάρκεια του επίσημου γεύματος που δόθηκε στα ανάκτορα
μετά τη λήξη των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων, ο βασιλιάς
Γεώργιος A' απηύθυνε την ευχή η Ελλάδα να καταστεί "διαρκές
και μόνιμον
πεδίον των Ολυμπιακών Αγώνων". Κάτι τέτοιο δεν προβλεπόταν
από τις αποφάσεις του 1894 που όριζαν την εκ περιτροπής διοργάνωση
των Αγώνων σε διαφορετική χώρα κάθε τέσσερα χρόνια, η πρόταση
ωστόσο για τη μόνιμη τέλεσή τους στην Ελλάδα απηχούσε τις
διαθέσεις της ελληνικής κοινής γνώμης και αποτελούσε αντικείμενο
δημόσιας συζήτησης μέσα από τις στήλες των εφημερίδων. Το
κλίμα αυτό οδήγησε τον πρωθυπουργό Θεόδωρο Δηλιγιάννη να καταθέσει
νομοσχέδιο περί γυμναστικής στο οποίο, μεταξύ άλλων, προβλεπόταν
η ανά τετραετία τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων στην Ελλάδα.
Οι εξελίξεις αυτές προκάλεσαν την αντίδραση της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής και του νέου προέδρου της, του Pierre de Coubertin. Την ένταση αυτή επιχείρησε να εκτονώσει ο Δημήτριος Βικέλας με μια συμβιβαστική πρόταση, σύμφωνα με την οποία οι διεθνείς Ολυμπιακοί Αγώνες θα συνέχιζαν να τελούνται ανά τετραετία σε διαφορετική χώρα και πόλη, ενώ στο μεσοδιάστημα δύο ολυμπιακών διοργανώσεων θα διεξάγονταν "ενδιάμεσοι" Aγώνες πάντοτε στην Ελλάδα. Πραγματικά, η συζήτηση της πρότασης του Βικέλα εντάχθηκε στα θέματα του αθλητικού συνεδρίου που θα πραγματοποιούνταν το 1897 στη Χάβρη (Γαλλία). Ωστόσο, ο Eλληνοτουρκικός Πόλεμος του 1897 απέτρεψε οποιαδήποτε ελληνική παρουσία στο συνέδριο. Περίπου δύο χρόνια αργότερα, το 1899, δημοσιεύτηκε ο νόμος ΒΚΧΑ', στον οποίο προβλεπόταν μεταξύ άλλων η διοργάνωση Ολυμπιακών Αγώνων κάθε τέσσερα χρόνια στην Ελλάδα. Ωστόσο καμία κίνηση δεν έγινε για την υλοποίηση αυτής της ιδέας.
Το ζήτημα της τέλεσης των Ολυμπιακών Αγώνων στην Ελλάδα επανήλθε
στο προσκήνιο το 1905. Τότε, η ΕΟΑ πίεσε την κυβέρνηση να
διοργανώσει Ολυμπιακούς Αγώνες το 1906, που θα ήταν και οι
πρώτοι της σειράς των "ενδιάμεσων" Αγώνων. Τη φορά αυτή οι
συνθήκες ήταν περισσότερο ευνοϊκές. Η αντίδραση της ΔΟΕ ήταν
και πάλι έντονη, ήταν ωστόσο λιγότερο δεσμευτική για την ΕΟΑ
σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν, εξαιτίας της αποτυχίας των
Ολυμπιακών Αγώνων που είχαν γίνει το 1900 στο Παρίσι και το
1904 στο Σεν Λούις. Ακόμη περισσότερο, η πρόθεση της Ελλάδας
να διοργανώσει τους δικούς της Αγώνες στο μεσοδιάστημα μεταξύ
τρίτης (1904) και τέταρτης (1908) ολυμπιακής διοργάνωσης,
εορτάζοντας ταυτόχρονα τα 10 χρόνια από τους πρώτους σύγχρονους
Ολυμπιακούς Αγώνες, βρήκε ευνοϊκή υποδοχή από τους αθλητικούς
παράγοντες αρκετών χωρών. Έτσι, η λεγόμενη B' Αθηναϊκή Ολυμπιάδα
έγινε πραγματικότητα τον Απρίλιο του 1906.
Οι Αγώνες έγιναν στους ίδιους χώρους με την πρώτη ολυμπιακή διοργάνωση, ενώ ο Charles Perry φρόντισε και πάλι για την καταλληλότητα του στίβου του Παναθηναϊκού Σταδίου. Τυπώθηκε πρόγραμμα των Aγώνων σε αρκετές γλώσσες, εκδόθηκε ειδική σειρά γραμματοσήμων για την κάλυψη των εξόδων, ενώ η ευθύνη της διοργάνωσης ανατέθηκε στην ΕΟΑ. Η διαμονή των αθλητών καλύφθηκε σε ένα βαθμό με τη χρησιμοποίηση του Ζαππείου ως ξενώνα, ενώ οι χιλιάδες Έλληνες και ξένοι επισκέπτες της Αθήνας διέμειναν στα λιγοστά ξενοδοχεία της πόλης και σε σπίτια που είχαν νοικιαστεί για το σκοπό αυτό. Για το σχηματισμό της ελληνικής ολυμπιακής ομάδας έγιναν δοκιμαστικοί αγώνες στην Αθήνα (Πανελλήνιοι Αγώνες), στη Σμύρνη (Πανιώνιοι Αγώνες), την Κωνσταντινούπολη και την Αλεξάνδρεια, υπό την εποπτεία του Σπυρίδωνος Λάμπρου και άλλων μελών της ΕΟA.
Το αγωνιστικό πρόγραμμα της Μεσολυμπιάδας περιλάμβανε 11 αθλήματα με περίπου 75 αγωνίσματα. Σε αυτά διαγωνίστηκαν περισσότεροι από 900 αθλητές που προέρχονταν από 20 χώρες, γεγονός που καθιστούσε τη Μεσολυμπιάδα τη μεγαλύτερη αθλητική συγκέντρωση εθνών έως τότε. Στο στίβο κυριάρχησαν οι αθλητές των ΗΠΑ, με τους Archie Hahn, Ray Ewry, Meyer Prinstein και Martin Sheridan να πρωταγωνιστούν. Να σημειωθεί ότι για το σχηματισμό της ολυμπιακής ομάδας των ΗΠΑ ενόψει της Μεσολυμπιάδας έγιναν για πρώτη φορά δοκιμαστικοί αγώνες. Από ελληνικής πλευράς διακρίθηκαν ο Δημήτρης Τόφαλος που ήρθε πρώτος στην άρση βαρών, ο Νίκος Γεωργαντάς που ήταν τρίτος ολυμπιονίκης το 1904 και στη Μεσολυμπιάδα κέρδισε ένα χρυσό κι ένα αργυρό μετάλλιο στις ρίψεις και ο Μιχάλης Δωρίζας που ήταν τρίτος στις ρίψεις και δυο χρόνια αργότερα, στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1908, κέρδισε το αργυρό μετάλλιο στον ακοντισμό.
Κατά την τελετή λήξης της Μεσολυμπιάδας, που συνδυάστηκε με την απονομή μεταλλίων, βραβείων και τιμητικών διπλωμάτων στους νικητές, τονίστηκε η πρόθεση της Ελλάδας να διοργανώσει ξανά τους Αγώνες αυτούς το 1910, κάτι όμως που δεν έγινε. Έτσι, παρά την επιτυχία της διοργάνωσης, που ήταν η σημαντικότερη αθλητική συνάντηση που είχε πραγματοποιηθεί έως τότε, τελικά ο θεσμός δε συνεχίστηκε. Μάλιστα, η ΔΟΕ δεν αναγνώρισε τους Αγώνες αυτούς και δε συμπεριέλαβε τους νικητές μεταξύ των ολυμπιονικών.
|