Ο Ρωμανός Δ' Διογένης βασίλεψε από το 1068 μέχρι το 1071. Στα χρόνια
του, η άσχημη οικονομική κατάσταση του κράτους οδήγησε στην υποτίμηση
του χρυσού και του αργυρού νομίσματος. Ωστόσο, ο Ρωμανός, σε σύντομο
διάστημα και με τα λίγα μέσα που διέθετε, κατόρθωσε να αναδιοργανώσει
το στρατό και να ενισχύσει την άμυνα του κράτους. Κατάφερε μάλιστα να
σημειώσει και αρκετές επιτυχίες που αποκατέστησαν το γόητρο του
βυζαντινού στρατού και των δυνατοτήτων του απέναντι στους Τούρκους.
Ωστόσο, η απειρία της πλειοψηφίας των στρατιωτών, η συχνή έλλειψη
νομιμοφροσύνης των μισθοφόρων και τα προβλήματα με τους Αρμένιους
στη Μικρά Ασία αποτελούσαν σημαντικές δυσκολίες. Το 1071 ο
αυτοκράτορας αποφάσισε να χτυπήσει οριστικά τους Τούρκους και, για το
λόγο αυτό, διασχίζοντας την Ανατολή έφτασε και κατέλαβε το Μαντζικέρτ,
κοντά στη λίμνη Βαν. Ακολούθησε η ομώνυμη μάχη στις 26 Αυγούστου και
η ήττα του βυζαντινού στρατού, που σήμανε την αρχή του τέλους για τη
Μικρά Ασία. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας αιχμαλωτίστηκε. Έκλεισε όμως μια
πολύ ευμενή συμφωνία με το σουλτάνο Αλπ Αρσλάν, που όχι μόνο
αναγνώριζε τα βυζαντινά εδάφη πριν από τη μάχη, αλλά κατέληγε και σε υπόσχεση
φιλίας και ειρήνης. Ωστόσο, οι εσωτερικές εξελίξεις στην
Κωνσταντινούπολη ανέτρεψαν τη συμφωνία. Στην πρωτεύουσα υπήρχε την
εποχή του Ρωμανού έντονη αντιπαλότητα του αυτοκράτορα με τον
καίσαρα
Ιωάννη Δούκα και το Μιχαήλ Ψελλό σε σχέση με τη
δυναστική διαδοχή στο θρόνο. Ο καίσαρας Ιωάννης Δούκας
πληροφορήθηκε την ήττα στο Μαντζικέρτ αλλά και το γεγονός ότι ο
Ρωμανός, αφού κατάφερε να συνάψει συμφωνία με τον Τούρκο, ήταν
ελεύθερος και ετοιμαζόταν να γυρίσει στην Πόλη. Έτσι, αρχικά συνέλαβε
την Ευδοκία και την υποχρέωσε να γίνει μοναχή. Έπειτα, ανέβασε στο
θρόνο το πρωτότοκο γιο της Μιχαήλ, αφού συνέλαβε και τύφλωσε το
Ρωμανό Δ' Διογένη.
|