Κύριο χαρακτηριστικό μιας μεσαιωνικής κοινωνίας όπως η βυζαντινή, ήταν
η οργάνωση των ανθρώπων που ασκούσαν το ίδιο επάγγελμα σε σωματεία,
τις λεγόμενες "συντεχνίες" ή συστήματα. Η εκλογή κάποιου
επαγγέλματος ήταν ελεύθερη για τους πολίτες, ενώ η είσοδος στην
αντίστοιχη συντεχνία γινόταν ύστερα από έλεγχο των ικανοτήτων του
υποψηφίου. Αυτό το σύστημα υποχρέωνε τους επαγγελματίες να
περιφρουρήσουν τα δικαιώματα και τα κέρδη τους και επέτρεπε στο κράτος
να ελέγχει τις εμπορικές, βιοτεχνικές και άλλες επαγγελματικές
δραστηριότητες των πολιτών και να παρεμβαίνει σ' αυτές. Οι συντεχνίες
βρίσκονταν υπό το συνεχή και αυστηρό έλεγχο του κράτους ως προς τη
λειτουργία, τη δραστηριότητα και τα προϊόντα που παρήγαν ή διακινούσαν,
μέσω κρατικών αξιωματούχων: των
εξάρχων
και των
προστατών
στην επαρχία και του
επάρχου
της πόλεως στην
Κωνσταντινούπολη. Οι παραβάσεις των κρατικών διατάξεων επέφεραν μια
μεγάλη ποικιλία ποινών, τις οποίες επέβαλλε ο έπαρχος και το
προσωπικό της υπηρεσίας του. Από το όνομα του επάρχου της
Κωνσταντινούπολης πήρε το όνομά του το "Επαρχικό Βιβλίο" του
αυτοκράτορα Λέοντα Στ' Σοφού. Πρόκειται για μια συλλογή νομοθετικών
κειμένων που κυκλοφόρησε πιθανόν την άνοιξη του 912 και αναφέρεται σε
21 συντεχνίες, από αυτές που λειτουργούσαν εκείνη την εποχή στην
πρωτεύουσα. Οι συντεχνίες αυτές περιλάμβαναν επαγγελματίες που
ασχολούνταν με την κατασκευή ή/και το εμπόριο υφασμάτων (λινών και
μεταξωτών),
τροφίμων και άλλων προϊόντων (αρωμάτων, χρωμάτων,
κεριών, σαπουνιών), με οικοδομικά έργα, με συμβολαιογραφικές πράξεις
και με τραπεζικές συναλλαγές. Από τις διατάξεις του προκύπτει ότι η
συντεχνιακή οργάνωση στόχο είχε να εξασφαλίσει δύο βασικές
αναγκαιότητες: τον έλεγχο των οικονομικών σχέσεων μεταξύ των πολιτών
και γενικότερα της αστικής οικονομίας, και την ευταξία στους διάφορους
επαγγελματικούς κλάδους και στις μεταξύ τους σχέσεις.
|