Aπό τον 9ο αιώνα, οι εσωτερικές και εξωτερικές εμπορικές συναλλαγές άνθησαν και πάλι στο βυζαντινό κράτος, το οποίο μάλιστα σε μεγάλο βαθμό παρενέβαινε σ' αυτές ως ρυθμιστής. Στο εσωτερικό του κράτους διακινούνταν κυρίως κάποια είδη πολυτελείας, όπως υφάσματα, αντικείμενα εκκλησιαστικής τέχνης και προϊόντα μικροτεχνίας, που κατασκευάζονταν στα βιοτεχνικά εργαστήρια της αυτοκρατορίας και αγοράζονταν από ευκατάστατους υπηκόους. Τα είδη πρώτης ανάγκης σπάνια διακινούνταν σε μεγάλες αποστάσεις, εφόσον σε κάθε περιοχή του κράτους υπήρχε σχετική αυτάρκεια. Σε τοπικό επίπεδο, η ανταλλαγή αγροτικών προϊόντων γινόταν και στις εμποροπανηγύρεις που οργανώνονταν συνήθως με την ευκαιρία κάποιας θρησκευτικής γιορτής, μερικές εκ των οποίων ήταν πολύ γνωστές, όπως αυτή των Ευχαϊτων στη Mικρά Aσία. Eξαίρεση στον περιορισμό της διακίνησης ειδών πρώτης ανάγκης στις τοπικές αγορές αποτελούσε ο εφοδιασμός της Kωνσταντινούπολης με σιτηρά από τις πεδιάδες της Θράκης και της Aνατολίας. Ο εφοδιασμός αυτός αποτελούσε κρατική μέριμνα.
Το εμπόριο που διεξαγόταν στο βυζαντινό κράτος ήταν, όπως και τους προηγούμενους αιώνες, εισαγωγικό, εξαγωγικό και διαμετακομιστικό στα είδη πολυτελείας: μπαχαρικά από την Iνδία, πάπυρο και γυάλινα σκεύη από την Αίγυπτο, καθώς και εγχώρια μεταξωτά υφάσματα, εκκλησιαστικά αντικείμενα και είδη μικροτεχνίας. Συνεχιζόταν επίσης το εμπόριο με το Βορρά, που είχε αρχίσει από τον 8ο αιώνα μέσα από τον Εύξεινο Πόντο: οι Χάζαροι μετέφεραν στη Χερσώνα δούλους, μέλι, γουναρικά και παστά ψάρια και από εκεί βυζαντινά και αργότερα ρωσικά πλοία έφερναν αυτά τα προϊόντα στην Κωνσταντινούπολη. Όσα από αυτά τα προϊόντα περίσσευαν διοχετεύονταν στη δυτική Ευρώπη. Kαινοτομίες της περιόδου αυτής ήταν η διεξαγωγή εμπορικής δραστηριότητας στο Βυζάντιο από αλλοδαπούς, καθώς και η ανάπτυξη νέων εμπορικών κέντρων όπως η Τραπεζούντα και η Θεσσαλονίκη: η τελευταία ήταν ο τόπος συγκέντρωσης μεταλλευμάτων και αλατιού που έρχονταν από το εσωτερικό της Βαλκανικής και διαμετακομίζονταν στην Κωνσταντινούπολη και τη Δύση.