|
|
|
 |
|
H βυζαντινή αυτοκρατορία αποτελούσε μια ιεραρχημένη κοινωνία, στην
κορυφή της οποίας
βρισκόταν ο αυτοκράτορας, ενώ όλοι οι άλλοι ηγεμόνες
ακολουθούσαν. Βασιλεύς ή Βασιλεύς
Ρωμαίων, σύμφωνα με
τον επίσημο τίτλο, ήταν μόνο ένας, εκείνος που είχε την έδρα του στην
Κωνσταντινούπολη. Η λέξη "αυτοκράτωρ" χρησιμοποιήθηκε αργότερα,
παράλληλα με τη λέξη "βασιλεύς". Σε ό,τι αφορά την ουσία του
αυτοκρατορικού θεσμού, η διαφορά με τους προηγούμενους αιώνες
οφείλεται στην επίδραση του Χριστιανισμού. Στη Ρωμαϊκή περίοδο ο
αυτοκράτορας θεοποιούνταν. Στο Βυζάντιο ο αυτοκράτορας μεταβλήθηκε
από αυτοκράτορα-θεό σε δούλο Θεού. Ο βυζαντινός αυτοκράτορας
εκλεγόταν από το λαό με τη βοήθεια του Θεού και μόνο με τη Θεία Χάρη
μπορούσε να ασκεί την εξουσία του. Ήταν ο εκλεκτός του Θεού, ο
αντιπρόσωπός του πάνω στη γη και η ιδέα αυτή επηρέασε καταλυτικά την
πολιτική των αυτοκρατόρων του Βυζαντίου. Απαραίτητες
προϋποθέσεις για την εκλογή κάποιου στο αυτοκρατορικό αξίωμα ήταν να
είναι χριστιανός ορθόδοξος και αρτιμελής. Η εκλογή του γινόταν από το
λαό, τη σύγκλητο, το στρατό και τους δήμους, οι επευφημίες των οποίων
αποτελούσαν και το μοναδικό συστατικό στοιχείο της αναγόρευσής του. Στα
μέσα του 5ου αιώνα μαρτυρείται για πρώτη φορά η στέψη του
αυτοκράτορα από τον Πατριάρχη. Η στέψη, αν και δεν αποτελούσε
ουσιαστικό στοιχείο της αναγόρευσης, με το πέρασμα του χρόνου αποκτούσε
ολοένα και μεγαλύτερη σημασία. Παράλληλα, ένα ακόμη χαρακτηριστικό
συνόδευε την αναγόρευση του βυζαντινού αυτοκράτορα, η ύψωσή του πάνω
στην ασπίδα, συνήθεια που κληροδοτήθηκε από τη ρωμαϊκή στρατιωτική
παράδοση και είχε καθαρά συμβολικό χαρακτήρα, καθώς θύμιζε τη
στρατιωτική προέλευση και την αποστολή του αυτοκράτορα.
|
|
|