Η ανάπτυξη της σιδηρουργίας στον ελληνικό χώρο άρχισε κατά τη διάρκεια του 11ου αιώνα π.X. O σίδηρος δεν ήταν άγνωστος την προηγούμενη εποχή αλλά θεωρούνταν είδος πολυτελείας και χρησιμοποιούνταν αποκλειστικά στην κατασκευή ειδών στολισμού και κοσμημάτων, ενώ οι ανάγκες για όπλα και εργαλεία καλύπτονταν με την επεξεργασία του ορείχαλκου. Η αντιμετώπιση του σιδήρου ως πολύτιμου μετάλλου δεν οφειλόταν στα φυσικά του χαρακτηριστικά ή στην έλλειψη αποθεμάτων, αλλά στο γεγονός ότι η τεχνική της κατεργασίας του, που περιλάμβανε ειδικές γνώσεις πέρα από αυτές των χαλκουργών, είχε διατηρηθεί ως προσεκτικά φυλαγμένο μυστικό από ορισμένους μεταλλουργούς της αυτοκρατορίας των Χιττιτών.
Στον αιγαιακό χώρο η τεχνογνωσία της κατεργασίας του σιδήρου εισήχθηκε από την Ανατολή με ενδιάμεσο σταθμό την Κύπρο, μετά την κατάρρευση της αυτοκρατορίας των Χιττιτών στις αρχές του 12ου αιώνα π.Χ. Αποτελέσματα αρχαιολογικών ερευνών τα τελευταία χρόνια στην Κύπρο δείχνουν ότι κατά τη διάρκεια του 12ου και 11ου αιώνα π.Χ. υπήρξαν σημαντικές εξελίξεις στη μεταλλουργία του σιδήρου στο νησί. Γύρω στα μέσα του 11ου αιώνα π.X. η Κύπρος ήταν το πρώτο μέρος στη Μεσόγειο όπου ο σίδηρος επικράτησε έναντι του ορείχαλκου ως μέταλλο κατασκευής όπλων και εργαλείων. Οι μεταβολές αυτές απαιτούσαν την ανάπτυξη περίπλοκης τεχνολογίας και επίσης την εξασφάλιση της κανονικής προμήθειας του μετάλλου. Η Κύπρος είχε άφθονες πηγές χαλκού και μερικά από τα μεταλλεύματά του ήταν πλούσια σε σίδηρο. Είναι πιθανόν ότι μέσω της επεξεργασίας των υποπροϊόντων του χαλκού άρχισε και η βιομηχανία του σιδήρου στην Κύπρο. Εάν η υπόθεση αυτή είναι ορθή, τότε εξηγείται γιατί στην Κύπρο η μετάβαση από την εποχή του Χαλκού στην εποχή του Σιδήρου ήταν σχετικά ομαλή.
Η μετάδοση της τεχνικής καθώς και η ικανότητα να αναγνωρίζονται τα αποθέματα του σιδήρου στον ελλαδικό χώρο έλαβε χώρα στα τέλη των πρώιμων Σκοτεινών χρόνων. Αρχικά περιορίστηκε στην Κρήτη, την Αργολίδα, την Αθήνα και το Λευκαντί της Εύβοιας, περιοχές όπου έχει βεβαιωθεί η ύπαρξη εργαστηρίων σιδήρου αυτής της εποχής. H κατασκευή σιδερένιων αντικειμένων επεκτάθηκε σταδιακά και προς τα τέλη του 10ου αιώνα π.Χ. ολόκληρη η Ελλάδα πέρασε στο στάδιο της μεταλλουργίας του σιδήρου.
Η μετάβαση από τη χρήση του ορείχαλκου σε αυτή του σιδήρου πιθανόν να οφειλόταν στην έλλειψη κασσίτερου και, ως ένα σημείο, χαλκού, των δύο πρώτων υλών που είναι απαραίτητες για την παραγωγή ορείχαλκου. Οι εμπορικές οδοί, μέσω των οποίων έφθανε ο κασσίτερος στην Ελλάδα και τη Μέση Ανατολή από μακρινές πηγές, είχαν διακοπεί μετά την αναστάτωση που επικράτησε στην ανατολική Μεσόγειο από τις αρχές του 12ου αιώνα π.Χ. Σιδηρούχα μεταλλεύματα, αντίθετα, υπήρχαν άφθονα στην Ελλάδα και σε αρκετά μέρη της Μέσης Ανατολής. Στο βαθμό που η τεχνολογία προϋπήρχε είναι λογικό να υποστηριχτεί ότι ο σίδηρος θα πρέπει να χρησιμοποιήθηκε αμέσως μόλις δημιουργήθηκε η ανάγκη. Η υπόθεση αυτή θα μπορούσε να εξηγήσει την ταχύτητα με την οποία διαδόθηκε η σιδηρουργία, κάτω από την πίεση των περιστάσεων. Ο σίδηρος τελικά αντικατέστησε τον ορείχαλκο σε πολλές χρήσεις, ιδιαίτερα στην κατασκευή αγροτικών εργαλείων και όπλων. Το χαμηλότερο κόστος των σιδερένιων εργαλείων είχε σαν αποτέλεσμα περισσότεροι άνθρωποι να έχουν πρόσβαση στο νέο υλικό.

| Αγροτική παραγωγή | Βιοτεχνία | Ανταλλαγές | Πόλεμος και επιδρομές | Γεωμετρική περίοδος

Σημείωση: Επιλέγοντας τις εικόνες θα δείτε μια σύντομη περιγραφή.