Κατά την αρχή της Ύστερης Χαλκοκρατίας η ηπειρωτική Ελλάδα εισέρχεται σ' ένα πολιτισμικό στάδιο πολύ διαφορετικό από εκείνο της Μεσοελλαδικής εποχής. Από την πολιτιστική απομόνωση, την οικονομική ένδεια και τις απλές μορφές κοινωνικής διαχείρισης που χαρακτήριζαν την προηγούμενη περίοδο, αναπτύσσεται ένας υψηλός πολιτισμός, ο οποίος θεωρείται εφάμιλλος του μινωικού. Ο πολιτισμός αυτός ονομάστηκε μυκηναϊκός από το σημαντικότερο κέντρο του, τις Μυκήνες.

Ήδη από τη μεταβατική περίοδο στην Ύστερη Χαλκοκρατία, κατά τη λεγόμενη "εποχή των λακκοειδών τάφων" εμφανίζονται στη Στερεά Ελλάδα νέα πολιτισμικά στοιχεία που προέρχονταν από το Μινωικό πολιτισμό. Οι κρητικές επιρροές παρατηρούνται κυρίως σε τομείς των τεχνών και εκδηλώνονται με τη μαζική εισαγωγή κρητικών έργων τέχνης αλλά και με τις τοπικές αντιγραφές τους. Κατά την ίδια περίοδο παρατηρείται μια διαρκώς αυξανόμενη ανισότητα στην κατανομή του πλούτου, η οποία συνέβαλε στη δημιουργία μιας ισχυρής άρχουσας τάξης.

Η επιρροή του μινωικού πολιτισμού επεκτάθηκε κατόπιν και στην διαμόρφωση της μυκηναϊκής κοινωνίας, προσφέροντας συγκεκριμένα πρότυπα πολιτικής διαχείρισης. Οι μυκηναίοι ηγεμόνες έχτισαν, όπως και οι Μινωίτες πολυτελή ανάκτορα, τα οποία εκτός από βασιλικές κατοικίες λειτουργούσαν και ως κέντρα της πολιτικής και της οικονομικής ζωής. Τα οικοδομήματα αυτά χτίζονταν συνήθως σε φυσικά οχυρωμένες ακροπόλεις και προστατεύονταν από ογκώδεις λίθινους περιβόλους. Μέσα στα όρια των ακροπόλεων χτίζονταν επίσης θρησκευτικά κέντρα, εργαστήρια και οι κατοικίες των σημαντικών προσώπων.

Μέσα από τα πανίσχυρα αυτά οχυρά οι μυκηναίοι ηγεμόνες διοικούσαν μεγάλες περιφέρειες, οι οποίες βρίσκονταν υπό τον έλεγχό τους. Η διοίκηση ήταν οργανωμένη σε μια αυστηρά ιεραρχημένη βάση και διέθετε ειδικούς λειτουργούς για κάθε κρατική διαδικασία. Η αγροτική παραγωγή, η βιοτεχνία και το εμπόριο ελέγχονταν επίσης από τα ανάκτορα που έπαιζαν ένα μεσολαβητικό ρόλο ανάμεσα σε γεωργούς, εμπόρους και τεχνίτες. Την ασφάλεια του κράτους και των κρατικών θησαυρών προστάτευαν οργανωμένες στρατιωτικές δυνάμεις. Η ποικιλία του εξοπλισμού και η συχνή επανάληψη πολεμικών θεμάτων στην τέχνη, φανερώνουν ένα διάχυτο στρατιωτικό πνεύμα, το οποίο δείχνει ότι οι μυκηναϊκές ηγεμονίες αντιμετώπιζαν συνεχείς κινδύνους ή ότι ίσως είχαν και οι ίδιες επεκτατικές τάσεις.

Η κατάκτηση της Κρήτης από τους Μυκηναίους γύρω στα μέσα του 15ου αιώνα π.Χ. σήμανε το τέλος της κυριαρχίας των Μινωιτών στη θάλασσα. Τα μυκηναϊκά κέντρα βγήκαν τότε οριστικά από την απομόνωση και ανέπτυξαν διπλωματικές και εμπορικές σχέσεις με τις άλλες χώρες της Μεσογείου και της Βόρειας Ευρώπης. Οι πρώτες ύλες που εξασφάλισε το διεθνές εμπόριο έδωσαν μεγάλη ώθηση στην ανάπτυξη των τεχνών. Στους πέντε αιώνες της μυκηναϊκής ιστορίας σημειώθηκε θεαματική ανάπτυξη της καλλιτεχνικής δημιουργίας, η οποία εξελίχθηκε υπό τις διαρκείς επιρροές της Μινωικής Κρήτης, αν όχι και υπό την καθοδήγηση κρητών καλλιτεχνών. Παράλληλα με την καλλιέργεια των τεχνών, οι Μυκηναίοι δημιούργησαν και μεγαλόπνοα τεχνικά έργα συλλογικού χαρακτήρα, όπως το οδικό δίκτυο και τα μεγάλα εγγειοβελτιωτικά έργα.

Μια τέτοια κρατική οργάνωση δε θα ήταν αρκετά αποτελεσματική χωρίς την ύπαρξη ενός καλά οργανωμένου γραφειοκρατικού συστήματος και κυρίως χωρίς συστηματική αρχειοθέτηση. Για να καλυφθούν οι ανάγκες αυτές, οι Μυκηναίοι επινόησαν ένα νέο τύπο συλλαβικής γραφής, τη Γραμμική Β, εξελίσσοντας ένα παλαιότερο σύστημα μινωικής γραφής, έτσι ώστε να αποδίδεται καλύτερα η ελληνική γλώσσα. Τα μυκηναϊκά κείμενα, αν και απλά στη δομή τους -εφόσον περιείχαν μόνο καταγραφές του προσωπικού και των αγαθών που διακινούνταν στα ανάκτορα- παραδίδουν πολύτιμες πληροφορίες σχετικά με άγνωστες πτυχές της ζωής των Μυκηναίων, συμπληρώνοντας με "ιστορικά" τεκμηριωμένα στοιχεία τις αρχαιολογικές μαρτυρίες.

Η συνδυασμένη ερμηνεία των γραπτών πηγών και των αρχαιολογικών δεδομένων υποδεικνύει τις στενές σχέσεις του μυκηναϊκού πολιτισμού με τον κόσμο της Αρχαιότητας, κυρίως με τον κόσμο των ομηρικών επών. Παρά τη χρονική διάσταση μεταξύ της Ύστερης Χαλκοκρατίας και της συγγραφής των επών, φαίνεται ότι οι μορφές του υλικού πολιτισμού, το κοινωνικό πλαίσιο και ο πολιτικός χάρτης που παραδίδoνται στον Όμηρο, ταιριάζουν καλύτερα στη Μυκηναϊκή εποχή, όπου η Ιλιάδα αντικατοπτρίζει την εποχή της ακμής του μυκηναϊκού πολιτισμού, ενώ η Οδύσσεια το διάστημα της φθοράς του. Έτσι, σήμερα εικάζεται ότι τα γεγονότα, τα πρόσωπα και οι καταστάσεις που πέρασαν μέσω του προφορικού λόγου στα ομηρικά έπη και στις μυθολογικές παραδόσεις της Αρχαιότητας δεν είναι παρά οι αναμνήσεις του μυκηναϊκού παρελθόντος.

 
Μυκήνες, Ταφικός Κύκλος Α, τάφος IV.
Το "Ποτήρι του Νέστορος".