Το Αιγαίο πέλαγος, η κατάσπαρτη από μικρά και μεγάλα νησιά θάλασσα, που οι αρχαίοι Έλληνες ονόμασαν έτσι από τα μεγάλα του κύματα, τις αίγες, όπως τις έλεγαν, αποτέλεσε πόλο έλξης από την 11η χιλιετία περίπου π.Χ., δεν κατοικήθηκε όμως συστηματικά πριν από τη Νεολιθική εποχή (6800-3200 π.Χ.). Η θάλασσα αυτή αποτελεί κατά την εποχή του Χαλκού (3200-1050 π.Χ.) την υδάτινη λωρίδα που ενώνει την ηπειρωτική Ελλάδα με τη Μικρά Ασία, και την Κρήτη και το νότιο Αιγαίο με το βορειοελλαδικό χώρο, τα νότια Βαλκάνια και τον Εύξεινο Πόντο, συνιστώντας έτσι πεδίο έντονων οικονομικών, κοινωνικών και εν γένει πολιτιστικών ζυμώσεων. Η αναζήτηση και εξεύρεση μετάλλων (χαλκού, άργυρου, μόλυβδου) στις Κυκλάδες και η χρήση κραμάτων ανθεκτικού ορείχαλκου (μπρούντζου) από ασιατικές πηγές, επιφέρουν από τις αρχές της 3ης χιλιετίας π.Χ. αποφασιστικές αλλαγές στην εργαλειοτεχνία, βελτιώνουν την αγροτική παραγωγή και δίνουν ώθηση στη βιοτεχνία και το εμπόριο. Πρωτεύοντα ρόλο στη διάδοση της τεχνογνωσίας του ορείχαλκου στο κεντρικό και νότιο Αιγαίο έχουν τα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου, στα οποία, από τις αρχές της Πρώιμης Χαλκοκρατίας, αναπτύσσονται πολυάνθρωποι οικισμοί με πρωτοαστικά χαρακτηριστικά. Στα αρχαιολογικά κατάλοιπα της Πολιόχνης Λήμνου αναγνωρίζεται η αρχαιότερη πόλη της Ευρώπης με δομές δημοκρατικές, ορατές στην ύπαρξη κοινοτικού χώρου συνεδριάσεων, του λεγόμενου "Βουλευτηρίου". Αποφασιστική είναι η συμβολή των Κυκλάδων στην ανάπτυξη της ναυτιλίας, τη χάραξη νέων θαλάσσιων δρόμων και την πλοκή εμπορικών δικτύων, μέσω των οποίων, έρχονται σε επαφή η ηπειρωτική και παράκτια Ελλάδα, η Μικρά Ασία και τα νησιά, δημιουργώντας από τα μέσα περίπου της 3ης χιλιετίας μια πολιτιστική κοινή, που περιγράφεται εύστοχα με τον όρο "διεθνές πνεύμα". Οι έμπειροι κυκλαδίτες ναυτικοί συμπράττουν κατά τη Μέση Χαλκοκρατία (2000-1550 π.Χ.) με τη μεγάλη οικονομική δύναμη της περιόδου, τη μινωική Κρήτη, αποκτούν πλούτο και οργανώνουν τους πρώτους μεγάλους οικισμούς, οι οποίοι, παρά τις αλλεπάλληλες φυσικές καταστροφές, επιβιώνουν και εξελίσσονται κατά την Ύστερη Χαλκοκρατία (1550-1050 π.Χ.) σε ισχυρά αστικά κέντρα. Το Ακρωτήρι Θήρας αποτελεί κατά την Υστεροκυκλαδική Ι περίοδο μοναδικό κοσμοπολίτικο κέντρο, στο οποίο συμβιώνουν στοιχεία της μινωικής Κρήτης (αρχιτεκτονική, τοιχογραφίες, λατρεία) και του ανερχόμενου μυκηναϊκού κόσμου μέσα σε έντονα κυκλαδικό κλίμα. Η έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας (1628 π.Χ.), η αύξηση της μυκηναϊκής δύναμης και η καταστροφή των μινωικών ανακτόρων (περίπου το 1450 π.Χ.) σηματοδοτούν μια νέα πολιτιστική περίοδο στα νησιά του Αιγαίου. Οι Κυκλαδίτες εξακολουθούν να βρίσκονται στο προσκήνιο, συνεργαζόμενοι πλέον στο θαλάσσιο διαμετακομιστικό εμπόριο με τους Μυκηναίους. Η εμβέλεια των Μυκηναίων φθάνει ως το βορειοανατολικό Αιγαίο (Λήμνος). Η επίδραση όμως του μυκηναϊκού πολιτισμού γίνεται ολοένα πιο ισχυρή και είναι εμφανής στην αρχιτεκτονική (οχυρώσεις), τη διοικητική οργάνωση (μέγαρα), τη θρησκεία (ιερά), τα ταφικά έθιμα και την τέχνη κυρίως των Κυκλάδων και των νησιών του νότιου Αιγαίου.
|
![]() |
|
|
Οι σημαντικότερες θέσεις της Πρώιμης Χαλκοκρατίας
στο Αιγαίο.
|
||
![]() |
||
|
Θήρα, Ακρωτήρι.
Η "Τοιχογραφία της Άνοιξης". |
||