tan zi mat



Περιεχόμενα κεφαλαίου
Φορολογία και έγγειος ιδιοκτησία μετά το 1856

Παράλληλα με τις διατάξεις του Χάτι Χουμαγιούν (Ηatt-i Ηumayun) που αφορούσαν τη στράτευση των μη μουσουλμάνων καταργήθηκε η τζιζιέ (cizye), ο κεφαλικός φόρος που επιβαλλόταν στους μη μουσουλμάνους και είχε τη λειτουργία φόρου υποτέλειας. Καθώς όμως οι μη μουσουλμάνοι αντιμετώπιζαν με δέος την προοπτική της στράτευσης, η οποία ήταν δυσβάστακτη και για τους μουσουλμάνους, και δεδομένων των ιδεολογικών και πρακτικών δυσκολιών που θα συνόδευαν τη στράτευση των μη μουσουλμάνων, δόθηκε η δυνατότητα στους τελευταίους να εξαγοράσουν τη στράτευση πληρώνοντας ένα φόρο απαλλαγής από τη θητεία, το μπεντέλι ασκερί (bedel-i askeri), που στην ουσία αντικατέστησε τη τζιζιέ. Eξίσου αποτυχημένη αποδείχτηκε και η δεύτερη προσπάθεια αντικατάστασης του ιλτιζάμ (iltizam) από ένα σύστημα άμεσης είσπραξης της δεκάτης, ενώ αντίθετα συνοδεύτηκε από σχετική επιτυχία η εισαγωγή του φόρου ακίνητης περιουσίας (αραζί βε μουσαφακάτ βεργκισί-arazi ve musafakat vergisi) και η οριστική επιβολή του φόρου εισοδήματος εμποροβιοτεχνών (τεμετού βεργκισί-temettu vergisi) από το 1860. Oι δύο αυτοί φόροι, που εισπράττονταν άμεσα, βασίστηκαν στο κτηματολόγιο που καταρτίστηκε στα 1858-60 και επρόκειτο να αντικαταστήσουν τους παλαιότερους σουλτανικούς φόρους, να επιβάλουν ομοιομορφία στο φορολογικό σύστημα, το οποίο ποίκιλλε σημαντικά από περιοχή σε περιοχή, και να αυξήσουν τα κρατικά έσοδα.

Φωτογραφία (.jpg, 29kB)

Μετά την έκδοση του Χάτι Χουμαγιούν (Hatt-i Humayun) έγιναν προσπάθειες αλλαγής του καθεστώτος γαιοκτησίας με σκοπό τη βελτίωση της αγροτικής παραγωγής και του ελέγχου της από το κράτος.


Κτηνοτρόφοι του Μετσόβου, πάνω στο δρόμο προς τη Θεσσαλία, 1862.
Ξυλογραφία, 31,2x9,8 εκ. Σχέδιο, χάραξη M.D. Dree.
Περιοδικό, Le Monde Illustre, Παρίσι 1862
Ιωάννινα, Συλλογή Α. Παπασταύρου

Tα κτηματολόγια του 1858-60 ήταν αποτέλεσμα της έκδοσης του αγροτικού νόμου του 1858, με τον οποίο η Πύλη[1] επιχείρησε να ελέγξει τις συνθήκες που επικρατούσαν στην αγροτική παραγωγή και τη γαιοκτησία. Tο κύριο μέλημα των μεταρρυθμιστών ήταν η ακριβής αποτύπωση των γαιοκτητικών σχέσεων και η κατοχύρωση των δικαιωμάτων των κατόχων γης με τίτλους (ταπού-tapu). Με αυτόν τον τρόπο η Πύλη σκόπευε να εξασφαλίσει μεγαλύτερα έσοδα για το κρατικό ταμείο μέσω του ελέγχου του υπερπροϊόντος, να τονώσει την αγροτική παραγωγή και να εγγυηθεί τη σταθερότητα στις σχέσεις γαιοκτησίας και την ασφάλεια κατοχής των δικαιούχων. Στην προσπάθειά της αυτή, η οποία αποδείχτηκε μάλλον επιτυχής, η Πύλη απέφυγε τις ριζοσπαστικές αλλαγές και αρκέστηκε εν πολλοίς να επικυρώσει το παραδοσιακό οθωμανικό νομικό πλαίσιο κατοχής γης. 'Eνα δείγμα της συμβιβαστικής, μετριοπαθούς πολιτικής των μεταρρυθμιστών ως προς την αγροτική οικονομία ήταν ότι ο νόμος από τη μια έδινε σημασία στην προστασία του μικρού αγροτικού κλήρου, που ήταν η κυριαρχούσα μορφή γαιοκτησίας στην Aυτοκρατορία, χωρίς από την άλλη να θίγει τους μεγαλογαιοκτήμονες, τόσο για να μην ταράξει τις κοινωνικές ισορροπίες στην ύπαιθρο όσο και για να εξασφαλίσει την αποδοτικότερη δυνατή εκμετάλλευση της γης.

[1] Πύλη (ή Υψηλή Πύλη):
Ονομασία της οθωμανικής κυβέρνησης από την πύλη στην είσοδο του κτιριακού συμπλέγματος που στέγαζε τις κεντρικές διοικητικές υπηρεσίες της Αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη.

Περιεχόμενα κεφαλαίου © 2000ΙΜΕ
Κατάλογος φωτογραφιών Συντελεστές Αρχή σελίδας 14/06/2000