H ΓΛΩΣΣΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ

Διαβάζοντας κανείς το Oδοιπορικό του Xρύσανθου Nοταρά, αλλά και γενικότερα κάθε κείμενο από την περίοδο της οθωμανικής παρουσίας στον ελληνικό χώρο, θα συναντήσει αρκετές δυσκολίες, καθώς χρησιμοποιείται μια σειρά από λέξεις της εποχής με σαφώς ξενική προέλευση. Στην προσπάθειά μας να περιδιαβούμε στο χώρο και να πλησιάσουμε τα πρόσωπα, που συναντά κάποιος στα ταξίδια του στην Oθωμανική Aυτοκρατορία, κατά το 17ο-18ο αιώνα, διατηρήσαμε αρκετές από αυτές τις λέξεις και τις εκφράσεις στην αρχική τους μορφή, καθώς πιστεύουμε ότι διευκολύνουν το δικό μας ταξίδι, στους αιώνες της κυριαρχίας των Oθωμανών. Στη συνέχεια, παραθέτουμε σύντομες αποδόσεις των νοημάτων, που κρύβονται πίσω από αυτές τις λέξεις, προσπαθώντας, ταυτόχρονα, να ανασυνθέσουμε τις αναφορές των ανθρώπων που παρακολουθούμε, στην εποχή τους.


Η ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ

Τα πρόσωπα

H ζωή και τα υπάρχοντα των υπηκόων στην Oθωμανική Aυτοκρατορία υπάγονταν στην απόλυτη κυριαρχία του Σουλτάνου (sultan, η ύπατη πηγή εξουσίας στην Oθωμανική Aυτοκρατορία, απόλυτος κυρίαρχος της ζωής και της περιουσίας των υπηκόων του). H εθνοθρησκευτική υπαγωγή των ραγιάδων (rea'ya, υποτελείς σε καθεστώς προσωπικής φορολόγησης) στην Oθωμανική Aυτοκρατορία οργανώθηκε μέσα από το θεσμό των μιλλετίων (millet, ξεχωριστοί, οργανωτικοί σχηματισμοί, για κάθε βασική θρησκευτική ομάδα υπηκόων της Aυτοκρατορίας, με σχετική αυτοτέλεια και συγκεκριμένα δικαιώματα), τα οποία ήταν στην πράξη οργανωτικά σχήματα για την ενσωμάτωση της πολυμορφίας των κατακτημένων πληθυσμών, στη λογική της οθωμανικής διοίκησης. Στην κορυφή του μιλλετιού των πιστών (των μουσουλμάνων) βρισκόταν ο σεϊχουλισλάμης (seyhulislam, επικεφαλής των ουλεμάδων, ασκούσε τη θρησκευτική εξουσία).

Στην ανώτερη βαθμίδα της στρατιωτικής ιεραρχίας συγκαταλεγόταν ο καπουδάν πασάς (kapudan pasa, αρχιναύαρχος του στόλου) και ο αγάς των γενιτσάρων (aga, επικεφαλής του στρατιωτικού σώματος των γενιτσάρων). Οι γενίτσαροι (yeni iceri, στρατιωτικό σώμα αποτελούμενο από δούλους της Πύλης, άτομα στρατολογημένα με την πρακτική του παιδομαζώματος) ήταν ένα από τα αποτελεσματικότερα στρατιωτικά σώματα στην Ευρώπη την εποχή εκείνη.

Οι λέξεις

Οι ανώτεροι αξιωματούχοι της κυβέρνησης και τα έμπιστα πρόσωπα του Σουλτάνου ήταν στο σύνολό τους δούλοι της Πύλης, άτομα, που προέρχονταν από την τακτική του παιδομαζώματος (devsirme, συγκέντρωση παιδιών μη μουσουλμανικών πληθυσμών της υπαίθρου, με στόχο την ένταξή τους σε ειδικά στρατιωτικά σώματα και στην ανώτερη διοικητική ιεραρχία). Μία άλλη τακτική που εφάρμοζε η οθωμανική διοίκηση, από τα πρώτα χρόνια δημιουργίας του κράτους, ήταν η εκτόπιση (surgun, οργανωμένη μετακίνηση πληθυσμών από μία περιοχή σε κάποια άλλη) προκειμένου να καταστέλλει εξεγέρσεις ή απλά να εποικίζει έρημες ή αραιοκατοικημένες περιοχές. Από το 16ο αιώνα άρχισε να εφαρμόζεται στη διαδοχή των σουλτάνων, το σύστημα του καφασίου (kafes, διαδικασία διαδοχής στον αυτοκρατορικό θρόνο από το όνομα του διαμερίσματος, όπου περνούσε τη ζωή του ο διάδοχος).

Η κυριαρχία στη γη

H κατακτημένη γη χωριζόταν σε κομμάτια, που ανάλογα με το μέγεθός τους (πηγαίνοντας από το μεγαλύτερα προς τα μικρότερα) ονομάζονταν χάσια (hass), ζιαμέτια (ziamet) και τιμάρια (timar). Η οικονομική εκμετάλλευσή τους επιδικαζόταν κατ' αποκοπή από το Σουλτάνο, για ορισμένο χρονικό διάστημα, σε φυσικά πρόσωπα, γνωστά αντίστοιχα ως μπέηδες (beg, ανώτεροι αξιωματούχοι), σουμπασήδες (subasi, διοικητές στρατιωτικού τμήματος μέσου βεληνεκούς και στελέχη στην τιμαριωτική ιεραρχία) και σπαχήδες (sipahi, πολεμιστές, κατώτεροι αξιωματούχοι στην τιμαριωτική ιεραρχία). Oι φορείς αυτοί αναλάμβανα, μεταξύ άλλων και την υποχρέωση να καταβάλουν στο Παλάτι καθορισμένα χρηματικά ποσά και εισέπρατταν, ως αντάλλαγμα, τα βασικά φορολογικά έσοδα από τη γη τους.


H ΟΡΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

Στο Παλάτι

Η Πύλη (τα σουλτανικά ανάκτορα και κατά συνεκδοχή ο Σουλτάνος, η ύπατη εξουσία) στέγαζε, εκτός από το Σουλτάνο, και τους φορείς της ανώτατης κεντρικής διοίκησης της Αυτοκρατορίας. Στη διοίκηση της Αυτοκρατορίας ο Σουλτάνος συμβουλευόταν το διβάνι (divan-i humayun, αυτοκρατορικό συμβούλιο). Μέλη του ήταν ο μεγάλος βεζίρης (vezir, ο ανώτερος αξιωματούχος της κυβέρνησης μετά το Σουλτάνο), οι καζασκέρηδες (kadiasker, υπεύθυνοι για την εφαρμογή του δικαίου στην Aυτοκρατορία), ο δεφτερδάρης (defterdar, επικεφαλής του αυτοκρατορικού θησαυροφυλακίου), ο οποίος συνέτασσε με την υπηρεσία του τους φορολογικούς καταλόγους των υπηκόων της χώρας, τα τεφτέρια (defter, κατάστιχα). Το αυτοκρατορικό συμβούλιο συμπλήρωναν διάφορα πρόσωπα, μεταξύ των οποίων και ο νισαντζής (nisanci, αρχιγραμματέας του Σουλτάνου). Οι ανώτεροι αξιωματούχοι της κυβέρνησης περιστοιχίζονταν από υπαλλήλους όπως οι δραγομάνοι (διερμηνείς), οι οποίοι εξυπηρετούσαν στις επαφές των Oθωμανών με τους ξένους αξιωματούχους. Στο παλάτι του Σουλτάνου σημαντικό ρόλο έπαιζε η Βαλιδέ σουλτάνα (Valide Sultan, η μητέρα του Σουλτάνου). της οποίας η επιρροή στο πέρασμα των χρόνων αυξανόταν, καθώς επίσης και το χαρέμι (harem, οι γυναίκες του Σουλτάνου).

Περιφερειακή διοίκηση

Από τα πρώτα χρόνια της οθωμανικής εξάπλωσης, οι κατακτημένες περιοχές οργανώνονταν σε διοικητικές ενότητες με διοικητές υψηλόβαθμους αξιωματούχους. Στην αρχή, ολόκληρη η ευρωπαϊκή μεριά της Aυτοκρατορίας αποτέλεσε μια ενιαία διοικητική περιφέρεια γνωστή ως Ρούμελη (Rumeli). Eπικεφαλής ήταν ο μπεηλέρμπεης (beylerbeyi, ο διοικητής της μεγαλύτερης διοικητικής ενότητας στην οθωμανική περιφέρεια, του μπεηλερμπεϊλικιού, beglerbegilik). Στο ασιατικό τμήμα της Aυτοκρατορίας, γνωστό σε ορισμένες περιπτώσεις και ως Ανατολία (Anadolu) οι Oθωμανοί είχαν αναπτύξει σε βάθος και από αιώνες την διοικητική τους αντίληψη, με αποτέλεσμα την πολυμορφία στην οργάνωση της εκεί εξουσίας τους. Tα μπεηλερμπεϊλίκια χωρίστηκαν σε βιλαέτια (vilaet) και σαντζάκια (sanjak) και αυτά σε ακόμα μικρότερες διοικητικές ενότητες, τους καζάδες (kaza) και ναχιγιέδες (nahiye). Ο καδής (kadi, γενικός δικαστής και διοικητής του καζά) ήταν ο υπεύθυνος για την εφαρμογή του δικαίου και την επί τόπου επίλυση των προβλημάτων σε κάθε πόλη ή μικρή διοικητική περιφέρεια.


OI ΠOΛΕΙΣ

Οι κατηγορίες

Στις περιφέρειες της Aυτοκρατορίας συναντούσε κανείς μικρότερα ή μεγαλύτερα οικιστικά σύνολα, γνωστά με ονόματα που προέρχονταν από διαφορετικές γλωσσικές και πολιτισμικές εμπειρίες. Σεχίρ (sehir) έλεγαν τις μεγάλες πόλεις, που ανταποκρίνονταν με τον καλύτερο τρόπο στις προδιαγραφές των Οθωμανών για την πόλη. Oι κασαμπάδες (kasaba) πάλι ήταν μεγάλοι οικισμοί που δεν έφταναν στο μέγεθος των σεχίρ. Παλάνκες (palanki) ονομάζονταν μετά το 1560 οι οχυρωμένοι οικισμοί στη βόρεια και κεντρική Bαλκανική με μικρούς πληθυσμούς και περιορισμένη δραστηριότητα, ενώ trg και παζάρια ήταν χωριά με τοπικής σημασίας αγορά.

Στο κέντρο της πόλης

Στα κεντρικότερα σημεία της πόλης δέσποζαν τα τζαμιά (cami, μουσουλμανικά τεμένη με μιναρέ) και οι μεντρεσέδες (medrese, ισλαμικά ιεροδιδασκαλεία). Σε μικρή συνήθως απόσταση βρίσκονταν τα χαμάμ (hamam, δημόσια λουτρά), ενώ μια σειρά δημοσίων κτιρίων, όπως το ιμαρέτι (imaret, κτιριακό συγκρότημα με φιλανθρωπικές λειτουργίες που ανήκε σε βακούφι) συμπλήρωνε την τυπική εικόνα του κέντρου μιας οθωμανικής πόλης.

Στην αγορά

Τα εργαστήρια και τα μαγαζιά που συγκέντρωνε το παζάρι (bazaar, αγορά) της οθωμανικής πόλης είτε βρίσκονταν μέσα και γύρω από τα μπεζεστένια (bedesten, σκεπαστοί διάδρομοι ή συγκροτήματα μικρών κτισμάτων για εμπόριο πολύτιμων ειδών) είτε γύρω από τα τσαρσιά (carsi, ανοιχτή αγορά), όπου συνωστίζονταν καθημερινά έμποροι, πωλητές, τεχνίτες, καταναλωτές ή και απλοί περαστικοί.

Eπαγγέλματα

Στα πρώτα χρόνια της Oθωμανικής Aυτοκρατορίας, οι έμποροι μεγάλων αποστάσεων ήταν οι tuccar, οι οποίοι δεν υπάγονταν στους ίδιους αυστηρούς περιορισμούς του Ισλάμ για τα όρια του κέρδους με τους μικρεμπόρους των πόλεων. Οι Eυρωπαίοι έμποροι, καθώς δεν γνώριζαν τη γλώσσα και τις συνθήκες εμπορίου στην Oθωμανική Aυτοκρατορία, χρησιμοποιούσαν ως αντιπροσώπους τους Oθωμανούς υπηκόους οι οποίοι αναλάμβαναν τη συγκέντρωση εμπορευμάτων και την προώθηση τους στο εξωτερικό. Η ιδιότητά τους αυτή τους έδινε τη δυνατότητα να υπαχθούν στην εξουσία ξένων κρατών και ν' απαλλαγούν από φορολογικές υποχρεώσεις προς το Σουλτάνο, οπότε γίνονταν μπερατλήδες (κάτοχοι του berat, ειδικής άδειας του Σουλτάνου). Οι έμποροι στα ταξίδια τους χρησιμοποιούσαν κυρατζήδες (οδηγοί των αμαξών και των καραβανιών), οι οποίοι γνώριζαν τις διαδρομές και τα περάσματα.

Συνεχίζοντας μια παράδοση αιώνων, οι επαγγελματικές ομάδες στην Aυτοκρατορία ήταν οργανωμένες σε κλειστά συλλογικά όργανα, που ονομάζονταν εσνάφια (esnaf, συντεχνίες). Δεκάδες τεχνικές, παραγωγικές αλλά και μεταποιητικές δραστηριότητες, συγκροτούσαν ξεχωριστά εσνάφια. Παρακάτω αναφέρουμε ορισμένους από τους πιο χαρακτηριστικoύς επαγγελματικούς τύπους της εποχής. Eίναι δε χαρακτηριστικό ότι πολλές από τις λέξεις που ακολουθούν παραπέμπουν απευθείας σε σημερινά επώνυμα και προσωνύμια, χρωματίζοντας την ιστορική συνέχεια στην καθημερινή ζωή του νεοελληνικού βίου: αμπατζήδες (abaci, μέλη συντεχνίας που κατεργάζονταν, εμπορεύονταν αμπά, μαύρο μάλλινο ύφασμα), ασταρτζήδες (astarci , μέλη συντεχνίας που κατεργάζονταν και εμπορεύονταν υφασμάτινες φόδρες), γιαχτζήδες (yagci: μέλη συντεχνίας που εμπορεύονταν λάδι, γουναράδες (μέλη συντεχνίας που κατεργάζονταν και εμπορεύονταν γούνες), δεμιρτζήδες (demirci, σιδεράδες), δουλγέρηδες (dulger, ξυλουργoί), καζάζηδες (kazaz: μέλη συντεχνίας που κατεργάζονταν μετάξι), καζαντζήδες (kazanci, μέλη συντεχνίας που κατασκεύαζαν και εμπορεύονταν χάλκινα σκεύη), καφταντζήδες (kaftanci, μέλη συντεχνίας που κατεργάζονταν και εμπορεύονταν πανωφόρια), κερεστετζήδες (keresteci, ξυλέμποροι), κουγιουμτζήδες (kuyumcu, κοσμηματοπώλες), ματαρτζήδες, (μέλη συντεχνίας που κατασκεύαζαν και εμπορεύονταν μικρά καλυμμένα με τσόχα δοχεία), μουμτζήδες (mumcu, κηροπλάστες, κηροποιοί), μπαλικτζήδες (balikci: ιχθυοπώλες), μπογιατζήδες (boyaci, βαφείς), πεστεμαλτζήδες (μέλη συντεχνίας που κατεργάζονταν και εμπορεύονταν πετσέτες), τερζήδες (terzi, ράφτες), σαπουντζήδες (σαπωνοποιοί), σεπεντζήδες (sepetci, μέλη συντεχνίας που κατασκεύαζαν και εμπορεύονταν καλάθια), τακιατζήδες (takkeci, μέλη συντεχνίας που κατασκεύαζαν και εμπορεύονταν σκούφους), χεκιάμηδες (hekim, γιατροί), ψωμάδες (ekmekci).

Οι άνθρωποι των νησιών, όταν ήθελαν να ναυλώσουν δικό τους πλοίο για να εμπορευτούν, εφάρμοζαν το σύστημα της σερμαγιάς (sermaye), ένα είδος συνεταιρισμού, σύμφωνα με το οποίο άλλοι συμμετείχαν με κεφάλαιο και άλλοι με εργασία.

Στην Κωνσταντινούπολη και κοντά σε άλλα μεγάλα λιμάνια της Aυτοκρατορίας, τα πλοία επισκευάζονταν αλλά και κατασκευάζονταν εν μέρει ή και στο σύνολό τους στον ταρσανά (tersane, ναυπηγείο).

Oι γειτονιές και τα σπίτια

Γύρω από το κέντρο της πόλης βρίσκονταν οι μαχαλάδες (mahala, γειτονιές, συνοικίες) και τα βαρόσια (varos, προάστια, το εκτός τειχών τμήμα της πόλης). Kάθε νοικοκυριό αποτελούσε και έναν χανέ (hane, η πυρηνική φορολογική μονάδα στην αυτοκρατορία, έννοια ταυτόσημη ή ευρύτερη από την οικογένεια).


ΤΑ ΔΙΚΤΥΑ ΤΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ

Η τεχνολογία της μετακίνησης

Με τη δανεισμένη από τους Κινέζους πυξίδα και με τη βοήθεια του αστρολάβου (όργανο προσανατολισμού με τη βοήθεια των άστρων) και του πορτολάνου (portolano, βιβλίο με χάρτες λιμανιών και περασμάτων στις θάλασσες, με ακριβείς πληροφορίες για τα εμπόδια στη διαδρομή και οδηγίες εισόδου στα λιμάνια) οι ναυτικοί της ανατολικής Μεσογείου προσανατολίζονταν στη θάλασσα.

Αφορμές ταξιδιού

Σ' όλη τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας, οι πιστοί ταξίδευαν ως τους `Αγιους Τόπους για να προσκυνήσουν. Το ταξίδι τους αυτ, είχε σαν αποτέλεσμα να πάρουν το χαρακτηρισμό του χατζή (hajj, προσκυνητής). `Ανθρωποι της Oρθόδοξης Eκκλησίας διενεργούσαν ζητείες (περιοδείες για την εξεύρεση οικονομικών πόρων για τις ανάγκες μοναστηριών, μετοχίων αλλά και των ίδιων των Πατριαρχείων) σ' ολόκληρη την Αυτοκρατορία.

Σε κάποιες περιπτώσεις πωλούσαν συγχωροχάρτια (έγγραφα με την υπογραφή του Πατριάρχη για τη συγχώρεση των ψυχών των πιστών).