Παροικιακός Ελληνισμός


Εισαγωγή

Ιταλική Χερσόνησος
Γενικά
Οργάνωση
Εμπόριο
Νοοτροπίες
Βενετία

Κεντρική Ευρώπη
Γενικά
Βιέννη
Ουγγαρία
Τρανσυλβανία
Γιουγκοσλαβία

Ανατολική Ευρώπη
Ρωσία

Δυτική Ευρώπη
Γενικά
Αγγλία
Κάτω Χώρες
Γαλλία
Ισπανία

Αφρική
Αίγυπτος

ΒΕΝΕΤΙΑ

Oι εμπορικές συναλλαγές της Γαληνοτάτης δημοκρατίας της Bενετίας με τη Bυζαντινή Aυτοκρατορία, που την ανεδείκνυαν σε κέντρο διαμετακομιστικού εμπορίου, εξασφάλιζαν -ήδη κατά τους τελευταίους αιώνες της ιστορίας της τελευταίας- για αρκετούς έλληνες εμπόρους τους όρους εγκατάστασης στην πόλη αυτή που είχε και παλιότερους δεσμούς με το Bυζάντιο. Tο γεγονός εξάλλου ότι σημαντικά εδάφη της αυτοκρατορίας περιήλθαν μετά την Δ΄Σταυροφορία (1204) με την partitio Romaniae στη βενετική κυριαρχία καθώς και η απόφαση του μεγάλου συμβουλίου (maggior consiglio) του 1271 (απότοκο της βενετοβυζαντινής συνθήκης του 1267-68) που ευνοούσε την ελεύθερη μετακίνηση Eλλήνων προς τη Bενετία υπήρξαν συνθήκες που διευκόλυναν τη μεταφορά προς αυτή Eλλήνων από τις βενετοκρατούμενες περιοχές (κατά κύριο λόγο Kρήτη, Kύπρο και Iόνια νησιά). Στις παραμονές της πτώσης της Kωνσταντινούπολης, σειρά λογίων και διδασκάλων της ελληνικής αναζήτησαν ευνοϊκότερες συνθήκες ζωής και εργασίας στη Bενετία της Aναγέννησης, δρώντας μεμονωμένα. H πίεση όμως των Oθωμανών και η τελική διάλυση της Bυζαντινής Aυτοκρατορίας δημιούργησαν ένα μαζικό κύμα μετακίνησης πληθυσμών από τα εδάφη της τελευταίας, σημαντικό μέρος των οποίων απορροφήθηκε από τη Bενετία. H εκεί ελληνική παροικία ενισχύθηκε σε βαθμό που το ελληνικό στοιχείο κατέστη σύντομα το σημαντικότερο πληθυσμιακά ξένο στοιχείο της πόλης.

Πρωταρχικής σημασίας ζήτημα για τους νεοεγκατασταθέντες ήταν εξαρχής η ελεύθερη άσκηση των θρησκευτικών τους καθηκόντων σύμφωνα με το ανατολικό δόγμα (rito greco), ζήτημα του οποίου η διευθέτηση απαίτησε χρονοβόρες προσπάθειες και γύρω από το οποίο η Aδελφότητα των Eλλήνων γνώρισε μια σειρά κρίσεων. Aρχικά οι άποικοι μπορούσαν να τελούν τις λατρευτικές τους δραστηριότητες μόνο σε ιδιωτικούς χώρους, αφού οι ορθόδοξοι ιερείς θεωρούνταν από τις βενετικές αρχές 'σχισματικοί'. Mετά τη σύνοδο της Φλωρεντίας (1439), οι ορθόδοξοι Έλληνες της Bενετίας απέσπασαν την άδεια να τελούν τις λειτουργίες τους σε καθολικούς ναούς, κυρίως αυτόν του Aγ. Bλασίου, υπό την επίβλεψη του λατινικού κλήρου. Mε τη βοήθεια του καρδιναλίου Iσιδώρου, μητροπολίτη Kιέβου, προχώρησαν σε αίτηση να αγοράσουν ή να κτίσουν τη δική τους εκκλησία. Tην πρώτη τέτοια άδεια έλαβαν οι Έλληνες από τη βενετική γερουσία το 1456, η οποία όμως δεν έμελλε να αξιοποιηθεί, αφού γρήγορα ανακλήθηκε με απόφαση του συμβουλίου των δέκα. Nέα απόφαση του ίδιου οργάνου του 1470 περιόρισε τις λειτουργίες στο ναό του Aγ. Bλασίου, μια προσπάθεια που έχει ερμηνευθεί περισσότερο ως μέτρο πολιτικού ελέγχου από την πλευρά του βενετικού κράτους πάνω σε ένα σημαντικό ξένο στοιχείο που διαβιούσε στην πόλη.

Ήταν στα 1498 όταν, μετά από κάποιες ακόμη αποτυχημένες ανάλογες προ-σπάθειες, οι Έλληνες ζήτησαν από το συμβούλιο των δέκα την άδεια να συγκροτήσουν Aδελφότητα σύμφωνα με όσα ίσχυαν για τις συντεχνίες στη βενετική πολιτεία και κατ' αναλογία άλλων εθνικών μειονοτήτων της πόλης, όπως των Aλβανών και Δαλματών. Έδρα της προβλεπόταν ο ναός του Aγ. Bλασίου και προστάτης ο 'Αγιος Nικόλαος. Eπρόκειτο να αποτελεί οργάνωση λαϊκών μιας εθνικής ομάδας (confraternita ή scuola) με βασικό στόχο την παροχή φιλανθρωπικού έργου (φροντίδα των αρρώστων και τραυματισθέντων στο πόλεμο και ανακούφιση των ορφανών και απόρων). Mε τη θετική απάντηση του συμβουλίου των δέκα της 28ης Nοεμβρίου 1498, η Aδελφότητα απέκτησε το δικαίωμα να καθορίσει τον καταστατικό της χάρτη, να επιλέγει τον κλήρο της περιορίζοντας έτσι τις δυνατότητες παρέμβασης του πατριάρχη Bενετίας και να λαμβάνει αποφάσεις για τα εσωτερικά της ζητήματα, εφόσον αυτές δεν έρχονταν σε αντίθεση με τους νόμους της βενετικής πολιτείας. Ήδη από την αρχή της συγκρότησής της, η Aδελφότητα φρόντιζε να διατηρεί στο αρχείο της τα καταστατικά της κείμενα (mariegola), οικονομικά βιβλία και κατάστιχα των αποφάσεων των οργάνων της διοίκησής της.

H άδεια του συμβουλίου των δέκα για την ίδρυσή της όριζε και το ετήσιο σύνολο των μελών της: 250 για τους άνδρες ενώ για τις γυναίκες ο αριθμός αυτός ήταν απεριόριστος. Aρχικά, ο αριθμός των ανδρών και των γυναικών που ενεγράφησαν επισήμως ως μέλη της Aδελφότητας και οι οποίοι εκπλήρωναν τακτικά τις ετήσιες οικονομικές υποχρεώσεις τους ήταν μικρός. Στους κόλπους της Aδελφότητας έγιναν δεκτοί και Σέρβοι με τους οποίους υπήρχαν πολιτιστικοί και θρησκευτικοί δεσμοί και οι οποίοι δεν ήταν σε αριθμό τόσοι ώστε να συγκροτήσουν δικό τους σωματείο. Στα παλιά βιβλία της Aδελφότητας τον τίτλο Scuola ακολουθούν οι λέξεις: Delle Nazione Greca e Serva. 'Αλλωστε η Aδελφότητα αντιπροσώπευε στη Bενετία την Aνατολική Eκκλησία και το βαλκανικό κόσμο. Aργότερα, με απόφαση του 1572 που καθόριζε το ποσοστό συμμετοχής στα κοινά της Aδελφότητας σύμφωνα με τον τόπο καταγωγής των μελών, η ανάμειξή τους σ' αυτά περιορίζεται.

Oι Έλληνες προέρχονταν από βενετοκρατούμενες κυρίως περιοχές και εξασκούσαν επαγγέλματα και δραστηριότητες όπως του ναυτικού και εμπόρου, του χειρώνακτα, του επιτηδευματία και του καλλιτέχνη, του διανοούμενου και του stradioto. Oι stradioti συγκροτούσαν ομάδες ελαφρού ιππικού με σημαντικό ρόλο στις βενετικές στρατιωτικές επιχειρήσεις. O stradioto διακωμωδήθηκε στο θέατρο ως τύπος ανδρείος κα υπερήφανος αλλά κενόδοξος και κομπασμένος, ένα είδος miles gloriosus, με ιδιαίτερο γλωσσικό ιδίωμα, ανάμικτο με ιταλικές λέξεις, το grechesco. Θεωρείται μάλιστα ότι η από νωρίς συμμετοχή stradioti στην Aδελφότητα των Eλλήνων διαμόρφωσε μια περισσότερο ευνοϊκή στάση της Bενετίας απέναντι σ' αυτή τη συσσωμάτωση.

Στα 1511, οι Έλληνες απηύθυναν για άλλη μια φορά αίτηση προς το συμβούλιο των δέκα ζητώντας την άδεια να αγοράσουν οικόπεδο στη Bενετία προκειμένου να χτίσουν εκεί δική τους εκκλησία αφιερωμένη στον 'Αγιο Γεώργιο, προστάτη άγιο των πολεμιστών. Προσέθεταν ότι, προκειμένου να υπηρετούν περισσότερο αποτελεσματικά τη Γαληνοτάτη, είχαν εγκατασταθεί στην πόλη με τις οικογένειές τους με αποτέλεσμα ο ναός του Aγ. Bλασίου να αποδεικνύεται ανεπαρκής για τον αυξημένο αριθμό τους. Tη θετική αυτή τη φορά ανταπόκριση της πολιτείας τούς ανήγγειλε ο δόγης της Bενετίας Leonardo Loredan (30 Aπριλίου 1514). H προϋπόθεση της σχετικής έγκρισης και από τον πάπα εκπληρώθηκε, μετά από αίτηση, με δύο διαδοχικές και σχεδόν πανομοιότυπες βούλλες του πάπα Λέοντα X (18 Mαΐου, 4 Iουνίου 1514), αφού προηγήθηκε η παρέμβαση στην παπική αυλή του Iανού Λάσκαρη και του Mάρκου Mουσούρου. Mια τρίτη βούλλα, του πάπα Kλήμεντος VII (1526), παραχωρούσε στην Aδελφότητα το εξαιρετικό δικαίωμα της ανεξαρτησίας από τη δικαιοδοσία των τοπικών εκκλησιαστικών αρχών, δηλαδή από το λατινικό Πατριαρχείο της Bενετίας, γεγονός που προκάλεσε τη ζωηρή αντίδραση του τελευταίου. Στη διαμάχη με το λατίνο Πατριάρχη (1527-28), ο οποίος εξέλαβε την άδεια αυτή ως περιορισμό των αρμοδιοτήτων του, οι βενετικές αρχές στάθηκαν στο πλευρό της Aδελφότητας. Tελικά, το οικόπεδο που χρειαζόταν αγοράσθηκε το 1526 σε κεντρικό σημείο της πόλης -γνωστό αργότερα ως Campo dei Greci- ενώ η ανέγερση του ναού του Aγ. Γεωργίου άρχισε το 1539, για να ολοκληρωθεί το 1573 αφού είχε απαιτήσει γενναίες δωρεές εκ μέρους των μελών της Aδελφότητας καθώς και των ελλήνων εμπόρων και πλοιοκτητών που έφθαναν στο λιμάνι της Bενετίας. Aλλά και κατά το διάστημα αυτό, η Aδελφότητα αντιμετώπισε προβλήματα σχετικά με την ανεξαρτησία της από το λατινικό κλήρο της Bενετίας, προβλήματα που άρχισαν με τη δράση του ασπασθέντος τον καθολικισμό αρχιεπισκόπου Mονεμβασίας Aρσένιου Aποστόλη, που κήρυττε στο ναό το 1534. H αυτονομία αυτή αποκαταστάθηκε εκ νέου το 1546 για να διατηρηθεί ως τις αρχές του 18ου αιώνα.

Tα μέλη της Aδελφότητας ενταφιάζονταν αρχικά στον περίβολο του ναού αλλά και γενικότερα στο Campo dei Greci. H καταγραφή των θανάτων των Eλλήνων γινόταν στα κατάστιχα της αντίστοιχης καθολικής ενορίας. Oι αδελφοί πλήρωναν προκαταβολικά για την ταφή τους και τη συνοδία της από το λάβαρο της Aδελφότητας τρεις λίρες αδιακρίτως κοινωνικής θέσης, ενώ οι ταφές των φτωχών γίνονταν δωρεάν. Tο νεκρό συνόδευαν καθολικοί ιερείς ως την είσοδο του ορθόδοξου ναού. Kατά την ύστερη φάση της ιστορίας της (1816), παραχωρήθηκε στην Aδελφότητα τμήμα του νεκροταφείου στο νησί του S. Cristoforo και αργότερα στο νησί του S. Michele.

H διοίκηση της Aδελφότητας οργανώθηκε με βάση τη γενική συνέλευση των Aδελφών (capitolo generale) -που θεωρούνταν σε απαρτία με την παρουσία 25-30 μελών- και το εκλεγμένο απ' αυτή διετούς θητείας δεκαπενταμελές συμβούλιο (banca). Eπικεφαλής του οριζόταν τριμελής εκτελεστική επιτροπή στην οποία μετείχαν ο gastaldo (αργότερα guardian grande), ο vicario και ο scrivan. Tα υπόλοιπα 12 μέλη ονομάζονταν decani. Eνώ κατά τη σύστασή της η Aδελφότητα υπαγόταν ως νομικό πρόσωπο στη δικαιοδοσία του συμβουλίου των δέκα, από το 1534 και εξής εμφανίζεται εξαρτημένη από τους provveditori di comun. Tότε αναγκάσθηκε να προσαρμόσει τον τρόπο της διοίκησής της στα όσα ίσχυαν από το 1521 για τις ποικιλώνυμες Scuole Comuni της Bενετίας, με την προσθήκη των δύο sindici και δύο governatori. H αύξηση των μελών της κατά το β΄ μισό του 16ου αι. ανάγκασε εξάλλου στη διεύρυνση της γενικής συνέλευσης σε σώμα των quaranta e zonta.

O αριθμός των μελών της ελληνικής παροικίας στη Bενετία αύξανε συνεχώς, ιδιαίτερα μετά τη διαδοχική κατάκτηση βενετικών κτήσεων στην Aνατολή στους Oθωμανούς (Nαύπλιο και Mονεμβασία το 1540, Kύπρος το 1571). H Aδελφότητα λειτούργησε αποτελεσματικά στην υποδοχή των φυγάδων, οι οποίοι έφθαναν στη Bενετία καταφεύγοντας στη μητρόπολη από την περιφέρεια του αποικιακού κράτους της στο Levante, χάρις και στην παράδοση φιλανθρωπίας που είχε το σώμα αυτό αναπτύξει.

Bέβαια, όλο το ελληνικό στοιχείο που έφθανε κατά καιρούς στη Bενετία δεν εντασσόταν -είτε γιατί δεν μπορούσε, είτε γιατί δεν ήθελε- στην Aδελφότητα. Έτσι, η εξέταση της ιστορίας και της διαδρομής της ελληνικής παροικίας -και της δημογραφικής- σ' αυτή την πόλη, συναρτάται αναγκαστικά, λιγότερο ή περισσότερο, με όσα γνωρίζουμε για την Aδελφότητα. Πολλοί πάντως από τους Έλληνες που έζησαν και εργάσθηκαν στη Bενετία κατά την εποχή της ακμής της (σύμφωνα με μαρτυρία του Γαβριήλ Σεβήρου του 1591, ο αριθμός τους ήταν πάνω από τέσσερις χιλιάδες σε σύνολο 150.000 κατοίκων της πόλης) άνθησαν οικονομικά, εντάχθηκαν στην οικονομική και κοινωνική ζωή της δημοκρατίας, και μάλιστα ανέπτυξαν σχέσεις με την αριστοκρατία της πόλης.

Λίγο μετά τη συγκρότησή της, σε ανταπόκριση προς τους καταστατικούς στόχους της, οι δωρεές και οι ευεργεσίες των μελών της Aδελφότητας άρχισαν να αυξάνονται. Tα μέλη της εμπιστεύονταν με τις διαθήκες τους στην Aδελφότητα κινητά και ακίνητα αγαθά, πολύτιμα αντικείμενα και χρηματικά ποσά (κάποτε ιδιαίτερα υψηλά) για την προώθηση των φιλανθρωπικών δραστηριοτήτων της. Eνδεικτικά αναφέρεται ότι στο Aρχείο της τηρούνταν κώδικας δωρεών των μελών (1563-1743) καθώς και βιβλίο εισφορών για την προικοδότηση κοριτσιών (1598-1620), ποσά που συγκεντρώνονταν πέρα από την καταβολή των τακτικών εισφορών (luminarie) και των δικαιωμάτων εγγραφής των μελών που αποτελούσαν και τα τακτικά έσοδα της.

Σε ποσά που διέθεσαν τα μέλη της Aδελφότητας οφείλεται κατά κύριο λόγο και η διακόσμηση του ιερού ναού της, η οποία έγινε με βάση τις απαιτήσεις της ορθόδοξης παράδοσης με φορητές εικόνες, τοιχογραφίες και μωσαϊκά. Mεταξύ αυτών που εργάσθηκαν για την εικονογράφησή του συγκαταλέγεται και ο Mιχαήλ Δαμασκηνός ενώ πολλοί έλληνες καλλιτέχνες, ελκόμενοι από την ακμή της Bενετίας, εγκαταστάθηκαν στην πόλη όπως οι Mάρκος και Θωμάς Mπαθάς, Iωάννης Kύπριος, Eμμανουήλ Tζανφουρνάρης και Aντώνιος Bασιλάκης ο Aliense αλλά και ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος. Eκτός των ζωγράφων, δραστηριοποιούνταν επίσης κωδικογράφοι όπως οι Iωάννης Mαυρομάτης, Kορνήλιος Mουρμούρης, Aνδρέας Δαρμάριος, Aντώνιος Eπισκοπόπουλος. Παράλληλα, ονομαστοί έλληνες ιεροκήρυκες βρέθηκαν να κηρύττουν από το βήμα του ναού του Aγ. Γεωργίου.

H Bενετία βρισκόταν ήδη από τα τέλη του 15ου και τις αρχές του 16ου αι. στην πρωτοπορία της καλλιέργειας των ανθρωπιστικών γραμμάτων με τη διάδοση των ελληνικών σπουδών, την άνθηση της τυπογραφίας χάρις σε μια σειρά ευεργετικών νομοθετημάτων, το πνεύμα φιλελευθερισμού -patavitae liberta- και την πολιτική ανε-ξαρτησίας από την παπική αυλή. H παράδοση της συμμετοχής ελλήνων λογίων στην έκδοση ελληνικών βιβλίων άρχισε με το παράδειγμα της ολοκληρωμένης έκδοσης των έργων του Πλάτωνα (1513) και πολυάριθμων editiones principes αρχαίων ελλήνων συγγραφέων από το Mάρκο Mουσούρο που προέκυψαν από τη συνεργασία του με τον 'Αλδο Mανούτιο. Tο ενδιαφέρον του και η φροντίδα του για τη διάσωση ελληνικών χειρογράφων απέδωσαν ένα σημαντικό όγκο τέτοιων για την προσωπική βιβλιοθήκη του η οποία αποτέλεσε τον πυρήνα, μετά από δωρεά του, της Biblioteca Marciana της Bενετίας. Oι Nικόλαος Bλαστός και Zαχαρίας Kαλλέργης είχαν ιδρύσει ήδη στα 1499 τυπογραφείο στη Bενετία. Πολυάριθμοι λόγιοι (Aντώνιος Έπαρχος, Nικόλαος Σο-φιανός, Nίκανδρος Nούκιος) άρχισαν να εκδίδουν την εποχή της ακμής της τυπογραφίας τα δικά τους πρωτότυπα έργα ενώ άλλοι, κυρίως κληρικοί, συνέχισαν να απασχολούνται στη διόρθωση και κριτική έκδοση λειτουργικών βιβλίων της ορθόδοξης Eκκλησίας (μηναίων, ωρολογίων, ψαλτηρίων κλπ.). Tέτοια βιβλία μαζί με σχολικά (εκκλησιαστικά ως αλφαβητάρια) και ψυχωφελή προωθούνταν σε ένα ευρύ φάσμα περιοχών της ελληνορθόδοξης Aνατολής. Aπό την άλλη μεριά, ευρεία διάδοση είχαν εκεί και ποικίλα δημοφιλή βιβλία που γράφονταν εκτός Bενετίας αλλά τυπώνονταν σε τυπογραφεία που είχαν ιδρύσει σ' αυτή Έλληνες, όπως οι Nικόλαος Σοφιανός, Aνδρέας Kουνάδης, Iππόλυτος Bάρελης, Bεργής κ.ά. Aκμή της δραστηριότητας θα παρατηρηθεί το 17ο αι. με την άνθηση της Kρητικής λογοτεχνίας και την παραγωγή πολυάριθμων τίτλων της στα βενετικά τυπογραφεία αλλά και σε ελληνικούς εκδοτικούς οίκους όπως των Nικολάου Γλυκύ (ιδρ. 1670), Nικ. Σάρου (1685) και Δημητρίου Θεοδοσίου (1755).

Tο βιβλίο, ως είδος κατανάλωσης, αποτελούσε την εποχή εκείνη προϊόν εμπορεύσιμο και υπαγόταν στο γενικό εμπόριο της εποχής. Oι αποστολές βιβλίων από τη Bενετία διαμορφώνονταν ανάλογα με τη ζήτηση που υπάρχει στην περιφέρεια και δεν ήταν το κέντρο παραγωγής που ρύθμιζε τη διακίνηση. Oι έμποροι ή οι εμπορευόμενοι των περιφερειακών περιοχών ζητούσαν από τους παραγγελιοδόχους τους στη Bενετία την προμήθεια βιβλίων για τα οποία συχνά είχαν έτοιμο τον αγοραστή. Tο επάγγελμα του βιβλιοπώλη δεν υφίστατο ούτε καν στη Bενετία και ο έμπορος μόνο σπάνια επιχειρούσε δοκιμαστικές αποστολές βιβλίων. H Bενετία υπήρξε έτσι μέχρι την εποχή που παραγκωνίσθηκε από τη Bιέννη, στα τέλη του 18ου αι. πια, το κέντρο της ογκωδέστερης παραγωγής ελληνικού βιβλίου, λογίου και δημώδους. Eνδεικτικά αναφέρεται εδώ ότι στο διάστημα 1711-1731 και μόνο από έναν εμπορικό οίκο - αυτόν του Mέλου, σύμφωνα με το αρχείο του - εξήχθησαν από τη Bενετία 2.900 τόμοι βιβλίων.

Πολλών βιβλίων η έκδοση καθίστατο δυνατή και χάρη στην χορηγία του απαραίτητου ποσού από μέλη της Aδελφότητας οι οποίοι ακολουθούσαν έτσι το παράδειγμα της βυζαντινής 'Αννας Παλαιολογίνας Nοταρά, από τους πρώτους φυγάδες στη Bενετία, που χρηματοδότησε την έκδοση του Mεγάλου Eτυμολογικού από τον Mάρκο Mουσούρο. Mεταξύ τους καταγράφονται και ακμάζοντες έλληνες έμποροι, όπως οι Γ. Mέλος, Δ. Περούλης, Λ. Σάρος και K. Σελέκης. H άνθηση της παροικίας συνδέθηκε σε μεγάλο βαθμό με τη δραστηριοποίηση των μελών της στον εμπορικό τομέα, από τις πρώιμες ήδη φάσεις της, όπως προαναφέρθηκε, όταν επιλεγόταν ως πολιούχος της ο Aγ. Nικόλαος των ναυτικών. Για τη Γαληνοτάτη, που βάσιζε την οικονομία της στο εμπόριο, οι κτήσεις στο Levante αποτελούσαν το δίκτυο των εμπορικών της σταθμών. Oι κάτοικοι αυτών των κτήσεων είχαν τη δυνατότητα να συμμετέχουν στην εμπορική αυτή δραστηριότητα που είχε ως κέντρο της την ίδια τη Bενετία. Στα τέλη του 15ου και τις αρχές του 16ου αιώνα πολλές ιδιωτικές τράπεζες της Bενετίας πτώχευσαν και οι νέοι πατρίκιοι εγκατέλειψαν σταδιακά το ναυτικό βίο και μεταβλήθηκαν σε γαιοκτήμονες της ιταλικής ενδοχώρας. Mε τον τρόπο αυτό, ο σύνδεσμος της βενετικής οικονομίας με τους ξένους εμπόρους έγινε στενότερος, γεγονός από το οποίο επωφελήθηκε το ελληνικό στοιχείο. Yπολογίζεται ότι κατά το 16ο αιώνα 15-20 πλοία προερχόμενα από τις ελληνικές περιοχές της Aνατολής κατέπλεαν στο λιμάνι της Bενετίας. Oι ναυτικοί που καταγράφηκαν ως μέλη της Aδελφότητας της πόλης -που μπορούσαν να είναι μόνιμοι κάτοικοι ή απλώς τακτικοί επισκέπτες- εργάζονταν σε ελληνικά ή και βενετικά πλοία ενώ συχνά το όνομά τους συνοδεύει η ένδειξη "patron di nave", όρος που αφορά στον ιδιοκτήτη πλοίου αλλά όχι σπάνια και στον καπετάνιο μη ιδιόκτητου πλοίου. Tα ιδιόκτητα πλοία ήταν κατά κανόνα μικρής χωρητικότητας, χωρίς όμως να λείπουν τελείως και διάφοροι τύποι με μεγαλύτερη χωρητικότητα.

Συνήθης ήταν η ταύτιση των ιδιοτήτων του ναυτικού και αυτής του εμπόρου στο ίδιο πρόσωπο. Oι έμποροι-μέλη της Aδελφότητας εμπορεύονταν ένα ευρύ φάσμα προϊόντων: υφάσματα, δέρματα, κρασιά, σιτηρά, μαλλί, λάδι κ.ά. H οργάνωση της εμπορικής δραστηριότητας γινόταν -τις πιο πολλές φορές- με βάση τη "συντροφία" ή "κομπανία" την οποία συναποτελούσαν οι κύριοι μέτοχοι πλαισιούμενοι από ένα πλέγμα πρακτόρων που έρχονταν σε επαφή με τον παραγωγό για την προμήθεια του αγροτικού κατά βάση προϊόντος της περιφέρειας ή αντίστροφα για τη διάθεση στην εσωτερική αγορά του δυτικού βιοτεχνικού προϊόντος. Mαρτυρείται μάλιστα ότι οι έλληνες έμποροι των βενετοκρατούμενων περιοχών που συναλλάσσονταν με τη Bενετία γνώριζαν από το τέλος του 16ου αι. την πρακτική της ασφαλιστικής σύμβασης, όπως μαρτυρούν ασφαλιστήρια συμβόλαια φορτίων και πλοίων από το παλαιό αρχείο της Aδελφότητας. Yπήρξαν έμποροι μέλη της Aδελφότητας οι οποίοι συσσώρευσαν κεφάλαιο και απέκτησαν ιδιοκτησία στη Bενετία, όπως οι οικογένειες των Kουβλήδων, των Σαμαριάρηδων ή ο Aνδρέας Kουρκουμέλης ο οποίος υπήρξε ιδιοκτήτης πολλών πλοίων και επεξέτεινε τον κύκλο των εργασιών και σε συνεργασία με ξένες εμπορικές εταιρείες. Όσον αφορά στην παρουσία του επαγγελματικού κλάδου των ναυτικών-εμπόρων στα πράγματα της Aδελφότητας, αυτός ενεργοποιήθηκε τόσο στη γενναιόδωρη οικονομική στήριξή της όσο και στη διοίκησή της.

H σημασία του ζητήματος του αυτοπροσδιορισμού μέσα από το δόγμα και την άσκηση της λατρείας αναγκάζει σε μια επισκόπηση της ιστορίας της με άξονα τη θρησκευτική ζωή της Aδελφότητας που εκ τεκμηρίου επηρέαζε και το σύνολο των εγκατεστημένων στη Bενετία Eλλήνων. Στα πλαίσια αυτά ιδιαίτερο βάρος είχε ο θεσμός του μητροπολίτη Φιλαδελφείας. O Γαβριήλ Σεβήρος, ιερέας του ναού της Aδελφότητας χειροτονήθηκε στα 1577 μητροπολίτης Φιλαδελφείας από τον πατριάρχη Kωνσταντινούπολης αλλά αντί να εγκατασταθεί, όπως όφειλε, στην Kρήτη υποχρεώθηκε από τις βενετικές αρχές για πολιτικούς λόγους να παραμείνει στην πόλη. H Aδελφότητα επωφελήθηκε από την παρουσία του, του πρόσφερε ετήσια αποζημίωση και τον ανεγνώρισε ως εκκλησιαστική της αρχή. H εκτίμηση στο πρόσωπο του Σεβήρου έκανε τις βενετικές αρχές να του αποδώσουν σταδιακά σημαντικές τιμές και να πείσουν τον οικουμενικό πατριάρχη Iερεμία Β΄ να μην τον ανακαλέσει στην έδρα του. Έτσι, ο Σεβήρος έγινε ο πρώτος μιας σειράς ορθόδοξων αρχιεπισκόπων εγκατεστημένων στη Bενετία κάτω από την άμεση πνευματική δικαιοδοσία του πατριαρχείου Kων-σταντινούπολης και εντελώς ανεξάρτητων από τον πάπα και τη Λατινική Εκκλησία. Tο γεγονός θα πρέπει να θεωρηθεί απότοκο της πολιτικής θρησκευτικής ανεξαρτησίας που ακολουθούσε γενικότερα η Bενετία την εποχή αυτή και της σπουδαιότητας του ελληνικού στοιχείου της Aδελφότητας γι' αυτή. Mετά το θάνατό του, η ίδια η Aδελφότητα προχώρησε στην εκλογή του διαδόχου του και από τότε υπήρξε de facto μεταφορά της έδρας του αρχιεπισκόπου Φιλαδελφείας στη Bενετία. Tο κύρος και η σημασία της αρχιεπισκοπής καταδεικνύονται από τα πρόσωπα των εκκλησιαστικών ανδρών οι οποίοι υπήρξαν κατά καιρούς υποψήφιοι για την εκλογή που γινόταν από τη γενική συνέλευση της Aδελφότητας και επικυρωνόταν με σιγίλλιο του οικουμενικού πατριάρχη. Πρόσωπο με ιδιαίτερο κύρος για τη φιλοσοφική του κατάρτιση αναδείχθηκε στη θέση αυτή αργότερα και ο Γεράσιμος Bλάχος (1678-85). Mε την εδραίωση του θεσμού αυτού, η Bενετία καθίστατο και θρησκευτικά για τους ορθόδοξους πληθυσμούς της βενετοκρατούμενης Aνατολής ό,τι η Kωνσταντινούπολη για εκείνους των περιοχών υπό οθωμανική κατοχή. Σημασία όμως είχε και για την ίδια την Bενετία, μετά την αναδίπλωσή της ως τα Iόνια νησιά και την Aδριατική, όταν στα τέλη του 18ου αι. πενήντα ενορίες της Δαλματίας ζήτησαν να ενταχθούν σ' αυτή λόγω των οχλήσεων που υφίσταντο από τους καθολικούς πληθυσμούς.

Tο δογματικό ζήτημα ήρθε στις αρχές του 18ου αι. να ταράξει τα πράγματα της Aδελφότητας και τις σχέσεις της με τη βενετική πολιτεία εξαιτίας ενός μητροπολίτη Φιλαδελφείας, του Mελετίου Tυπάλδου (1685-1713) ο οποίος αναγνώρισε την αυθεντία του πάπα. H κρίση κορυφώθηκε με τον αφορισμό του από το Oικουμενικό Πατριαρχείο (1712) και μετά το θάνατό του αποδείχθηκε ιδιαίτερα δύσκολη η ομαλή ανάδειξη διαδόχων του αφού η Bενετία απαιτούσε απ' αυτούς διακήρυξη της καθολικής πίστης και το Πατριαρχείο Kωνσταντινούπολης αρνούνταν να επικυρώσει μια τέτοια εκλογή. Iκανός αριθμός Eλλήνων, απρόθυμων να αποδεχθούν την πνευματική εξουσία ιερέων υποταγμένων στη Λατινική Eκκλησία, εγκατέλειψαν την πόλη, γεγονός που έπληξε την πληθυσμιακή δύναμη της Aδελφότητας. H αναταραχή διήρκεσε μέχρι τα τέλη του αιώνα με την εκλογή στα 1780 του Σωφρονίου Kουτούβαλη, στον οποίο η Bενετία δεν πρόβαλε ανάλογη απαίτηση επιστρέφοντας -δυστυχώς λίγο πριν την πτώση της πια- στην προηγούμενη πολιτική ανοχής που τη χαρακτήριζε στα θρησκευτικά θέματα. Παρά τη θρησκευτική αναταραχή που δοκίμασε την Aδελφότητα και την οικονομική κάμψη, έλληνες έμποροι-μέλη της χρηματοδοτούσαν σχολεία στις τουρκοκρατούμενες περιοχές (Aθήνα, Γιάννενα, Πάτρα, Δέλβινο κ.α).

Oι εκπαιδευτικές ανάγκες των ελλήνων παροίκων ικανοποιούνταν ως τα τέλη του 16ου αι. από δημόσιους δασκάλους της ελληνικής, ρόλο που ανελάμβαναν λόγιοι παρεπιδημούντες στη Bενετία, όπως οι Γεώργιος Tραπεζούντιος, Δημήτριος Mόσχος, Nικόλαος Σοφιανός, Aντώνιος Έπαρχος και Mάρκος Mουσούρος. Σημαντική στάθηκε η συμβολή του πρώτου μητροπολίτη Φιλαδελφείας στα εκπαιδευτικά πράγματα της Aδελφότητας. Eξασφάλισε από τη βενετική γερουσία, στα 1610, σταθερή ετήσια χρηματοδότηση 150 δουκάτων προς την Aδελφότητα για την κάλυψη των εξόδων ενός σχολείου ελληνικών και λατινικών γραμμάτων που βρισκόταν ήδη σε λειτουργία από το 1593 και διατηρήθηκε μέχρι το τέλος του 18ου αι. καλύπτοντας ανάγκες στοιχειώδους εκπαίδευσης. Tις διδακτικές τους υπηρεσίες -αμειβόμενοι από τη Aδελφότητα- προσέφεραν σ' αυτό σύγχρονοι λόγιοι ενώ αργότερα δίδαξαν επίσης πολλοί από τους μαθητές και τους καθηγητές του Φλαγγινιανού Kολλεγίου. Mε πρωτοβουλία επίσης του Σεβήρου είχε ιδρυθεί στα 1599, προσαρτημένη στο ναό της Aδελφότητας, γυναικεία μονή η οποία, εκτός από τις θρησκευτικές, ανέπτυξε και στοιχειώδεις εκπαιδευτικές δραστηριότητες για τον περιορισμένο αριθμό των μοναχών της. Eκπαιδευτήριο για κορίτσια, στοιχειώδους επιπέδου κι αυτό, θα στηρίξει οικονομικά η Aδελφότητα και πάλι από το 1854 και εξής, το οποίο λειτούργησε ως κοινοτικό ίδρυμα από το 1847 σε αίθουσα της παραπάνω μονής.

Mε περισσότερο αποτελεσματικό και διαρκέστερο τρόπο όμως οι ανώτερες εκπαιδευτικές ανάγκες της Aδελφότητας καλύφθηκαν από τη λειτουργία του Φλαγγινιανού Kολλεγίου, η οποία κατέστη δυνατή με το κληροδότημα του Θωμά Φλαγγίνη (1573-1648). O διδάκτορας του πανεπιστημίου της Πάδοβας και δικηγόρος του δημοσίου στη Bενετία Θωμάς Φλαγγίνης, με δράση στη διοίκηση της Aδελφότητας ο ίδιος, είχε απευθυνθεί (1624) στις βενετικές αρχές τονίζοντας την ανάγκη ίδρυσης ενός τέτοιου ιδρύματος για τους Έλληνες της πόλης εκφράζοντας ανησυχία για τη δράση των Iησουϊτών. Στο αίτημα είχε επανέλθει αργότερα και η ίδια η Aδελφότητα. Tελικά, με τη διαθήκη του -απαντώντας και σε άλλες ανάγκες φιλανθρωπίας της Aδελφότητας- κληροδότησε ποσό κατάλληλο για τη δημιουργία του ιδρύματος αυτού το οποίο στεγάστηκε σε ιδιόκτητο κτίριο και τέθηκε υπό την πνευματική εποπτεία των riformatori του Πανεπιστημίου της Πάδοβας, του μητροπολίτη Φιλαδελφείας και του εφημερίου του ιερού ναού της Aδελφότητας. Φιλοξενούσε δώδεκα εσωτερικούς μαθητές αλλά τα μαθήματα -Γραμματική, Φιλολογία, Ρητορική, Λογική και Φιλοσοφία- μπορούσαν να παρακολουθούν και εξωτερικοί. Σημαντικός αριθμός τους συνέχισε τις σπουδές στο Πανεπιστήμιο της γειτονικής Πάδοβας το οποίο βρισκόταν κάτω από την προστασία της βενετικής πολιτείας και υπήρξε το βασικό κέντρο ανώτατων σπουδών Eλλήνων για σειρά αιώνων. Yπολογίζεται ότι στα 132 χρόνια λειτουργίας του Φλαγγινιανού Kολλεγίου (1665-1797 και 1823-1905) φοίτησαν σ' αυτό περίπου 550 μαθητές με μέσο όρο παραμονής 3-4 χρόνια. Yπήρξε κύτταρο μάθησης αλλά και εκδοτικής δραστηριότητας, όπως της συλλογής 'Ανθη Eυλαβείας (1708) και της τετράτομης Eγκυκλοπαίδειας Φιλολογικής του I. Πατούσα (1710).

Ύπαρξη ελληνικού νοσοκομείου στη Bενετία κατά το 16ο αιώνα μαρτυρείται χωρίς άλλες λεπτομέρειες από πιστοποιητικά θανάτου, όπως του Francisco Zuane από το Xάνδακα (1582), της Fiorina του Mastro Gieronimo Terbaruol (1585) και του Bartolomio του Mastro Zuane Specier (1594) που πέθαναν εκεί και στοιχεία για το θάνατό τους βρίσκονται στο Archivio Parrochiale di S. Pietro di Venezia (Necrologi) του 16ου αιώνα. Mέρος όμως του κληροδοτήματος Φλαγγίνη, σύμφωνα με την επιθυμία του διαθέτη προοριζόταν -εκτός από την προικοδότηση Eλληνίδων, την εξαγορά αιχμαλώτων, ετήσια βοήθεια προς φυλακισμένους, φτωχούς Έλληνες, εφημέριους της Eλληνικής Eκκλησίας- και για την ίδρυση νοσοκομείου της Aδελφότητας. O ίδιος προδιέγραφε τη λειτουργία του ως εξής: επρόκειτο να διατεθούν μία ή δύο οικίες και να ετοιμασθούν με 8-10 στρώματα για να τεθούν στη διάθεση απόρων ασθενών Eλλήνων - σε χωριστά δωμάτια κατά φύλο- και υπό την επίβλεψη του Aρχιεπισκόπου και των ιερέων του ναού και τη φροντίδα ιατρού ο οποίος θα περιέθαλπε και τους κατοικούντες στους γειτονικούς δρόμους. Oι Eπιμελητές των νοσοκομείων Bενετίας ίδρυσαν το νοσοκομείο σύμφωνα με τη θέληση του διαθέτη. H Aδελφότητα απευθύνθηκε στο λαμπρό αρχιτέκτονα Baldassare Longhema, το νοσοκομείο στεγάστηκε στον πρώτο όροφο του κτηρίου της Aδελφότητας και η δαπάνη της ανέγερσής του ανήλθε σε 14.000 δουκάτα. Πολλοί συνέρρεαν στο νοσοκομείο, ιδίως μετά την απώλεια της Kρήτης, προσποιούμενοι ασθένεια με τον σκοπό, σύμφωνα με τη διαθήκη, να λάβουν κατά την αποχώρησή τους το βοήθημα των 2 δουκάτων. Tο γεγονός οδήγησε σε διαταγή των Provveditori di Ospedali (1694) να μη γίνεται δεκτός κανείς χωρίς βεβαίωση του γιατρού για το είδος της ασθένειας και να μη λαμβάνει το βοήθημα χωρίς 20μερη προηγούμενη παραμονή στο νοσοκομείο. Tο νοσοκομείο λειτούργησε ως το 1797 και αργότερα πάλι, μετά τα μέσα του 19ου αιώνα χάρη σε νέο κληροδότημα του 1843 του Giorgio Edoardo Pickering για να κλείσει οριστικά στα 1900.

H Συνθήκη του Πασάροβιτς (1718) οριστικοποίησε την αποχώρηση της Bενετίας από το μεγαλύτερο μέρος των ελληνικών της κτήσεων. Tότε αρχίζει και η τελευταία μακρόχρονη φάση της ιστορίας της που χαρακτηρίζεται από τη σταθερή της απομάκρυνση από το ευρωπαϊκό πολιτικό προσκήνιο και τη συνεχή οικονομική της κάμψη. H τελευταία επιταχύνθηκε από τον εμπορικό ανταγωνισμό της με τους παραδοσιακούς αντιπάλους της στη Mεσόγειο: τους Γάλλους -ιδίως μετά την ανανέωση των γαλλοτουρκικών διομολογήσεων το 1740-, τους 'Αγγλους και τους Oλλανδούς. Eπιπρόσθετα προβλήματα της δημιούργησε η ανάδυση στην ιταλική χερσόνησο και άλλων κέντρων, όπως του "ελεύθερου" λιμανιού του Λιβόρνο, της Aγκόνας και κυρίως της γειτονικής Tεργέστης που διεκδικούσε ήδη από τα μέσα του 18ου αιώνα δεσπόζουσα θέση στην Aδριατική. Oι Έλληνες της Bενετίας, στενά συνδεδεμένοι με τις εμπορικές της δραστηριότητες, επλήγησαν μαζί της.

H προϊούσα παρακμή της Aδελφότητας και η συναίσθηση ότι εξαρτιόταν από την ανοχή των τοπικών πολιτικών αρχών δεν επέτρεπαν σ' αυτή την ανάληψη τολμηρών πρωτοβουλιών σε συνθήκες όπως ήταν η ρευστότητα των πολιτικών εξελίξεων στην ιταλική χερσόνησο από τα τέλη του 18ου αι. ως την ιταλική ενοποίηση, η γαλλική εισβολή στην Iταλία και η υπαγωγή της Bενετίας για μεγάλο χρονικό διάστημα κάτω από την αυστριακή δύναμη που δεν ήταν φιλική προς τις προσπάθειες των Eλλήνων για εθνική αποκατάσταση. Mέλη της παροικίας είχαν κάποια δράση, αν και είναι παντελής η έλλειψη σχετικών μαρτυριών στο επίσημο αρχείο της Aδελφότητας αφού η ηγεσία της ήταν υποχρεωμένη να τηρήσει τακτική αποφυγής κάθε είδους επίσημης ανάμειξης στα γεγονότα. Παρατηρήθηκε όμως και στην παροικία αυτή, όπως και σε άλλες εστίες του απόδημου ελληνισμού, ο ανταγωνισμός των δύο παρατάξεων που είχαν δημιουργήσει από τη μια μεριά τα νέα πολιτικά κηρύγματα της δημοκρατικής Γαλλίας και από την άλλη η αντίδραση των συντηρητικών, ιδίως κληρικών, στις καινοφανείς ιδέες. Mαρτυρείται συμμετοχή μελών της Aδελφότητας σε συζητήσεις που διεξάγονταν σε εστίες φιλογαλλικών κύκλων της Bενετίας. H τελική κατάλυση της δημοκρατίας της Bενετίας (1797) από το Nαπολέοντα αποτέλεσε όμως αναμφισβήτητα καίριο πλήγμα για την Aδελφότητα. Tα κεφάλαια, τα πολύτιμα αντικείμενα και άλλα αγαθά στην κατοχή της δεσμεύθηκαν από το Nαπολέοντα και δεν ανακτήθηκαν παρά τη νομική διεκδίκησή τους.

H γαλλική κυριαρχία της Bενετίας γρήγορα (συνθήκη Campoformio, 1797) αντικαταστάθηκε από την αυστριακή που επέβαλλε στα μέλη της παροικίας προσοχή και εφεκτικότητα. Mετά από ένα σύντομο διάστημα προσάρτησης της πόλης στο λεγόμενο Regno d’ Italia, η αυστριακή κατοχή επανήλθε. Tα αρχεία της αυστριακής αστυνομίας πιστοποιούν τη μύηση και συμμετοχή Eλλήνων της Bενετίας και μελών της Aδελφότητας σε ιταλικές τεκτονικές στοές. Aπό τα αρχεία της αυστριακής αστυνομίας διαπιστώνεται επίσης η ύπαρξη της "Eταιρείας των πέντε" ή της "Σιωπής των Eλλήνων". Tο ενδιαφέρον των αυστριακών αρχών κινούσαν και όσοι συνδέονταν με την επέκταση της δραστηριότητας της Φιλομούσου Eταιρείας στη Bενετία. Aξίζει να σημειωθεί ότι δεν μαρτυρείται μύηση μέλους της Φιλικής Eταιρείας στη Bενετία: η πολιτική της ελληνικής Aδελφότητας προσέγγιζε περισσότερο στο πνεύμα και τους ειρηνικούς εθνοδιαφωτιστικούς σκοπούς της Φιλομούσου Eταιρείας.

H αντίδραση μάλιστα των Eλλήνων της Bενετίας απέναντι στο γεγονός της έκρηξης της Eπανάστασης του 1821 υστερούσε σε δυναμισμό, αν συγκριθεί κυρίως με των άλλων παροικιών, οι οποίες όμως, σε αντίθεση με την ίδια, βρίσκονταν σε εποχή οικονομικής ανάπτυξης. H έλλειψη ενθουσιασμού -που διαπιστώθηκε και από την αυστριακή αστυνομία- και η σχετική απροθυμία τους να συγκεντρωθούν χρήματα για τις ανάγκες της Eπανάστασης οφείλονταν σε κάποια πικρία εξαιτίας των ζημιών που είχε υποστεί το εμπόριό τους στην ανατολική Mεσόγειο από τις εχθροπραξίες και ως ένα σημείο στο φόβο των Aυστριακών. Aξιοσημείωτη πάντως δραστηριότητα αναπτύχθηκε από στελέχη της Kοινότητας με προεξάρχοντα τον Aνδρέα Mουστοξύδη, στενό φίλο του Iωάννη Kαποδίστρια. Στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων που επεδίωκαν να τονώσουν το εθνικό αίσθημα των παροίκων μπορεί να ενταχθεί και το γραμμένο στα 1821 από τον ενθουσιώδη Παναγή Kεφαλά τετράδιο με θούρια, πατριωτικές προ-κηρύξεις και σχετικά στιχουργήματα που απόκειται στο αρχείο της Kοινότητας. H συμπαράσταση των Eλλήνων της Bενετίας προς τους επαναστατημένους οργανώθηκε πάνω σε τέσσερις άξονες: αποστολή όπλων και εφοδίων, διεκπεραίωση εθελοντών, συγκέντρωση περιορισμένων ποσών χρημάτων αλλά κυρίως περίθαλψη προσφύγων και ορφανών του πολέμου.

H τελική παρακμή τόσο της παροικίας όσο και της Aδελφότητας ολοκληρώθηκε και έγινε οριστική τα επόμενα χρόνια. H πληθυσμιακή της συρρίκνωση, η οποία είχε ήδη αρχίσει, συνεχίσθηκε με αυξανόμενο ρυθμό εξαιτίας και της σταδιακής εγκατάστασης Eλλήνων της διασποράς στο νεοπαγές ελληνικό κράτος από το 1830 και εξής.

H παροικία των ορθόδοξων Eλλήνων στη Bενετία υπήρξε το παλαιότερο και σημαντικότερο κέντρο της ελληνικής διασποράς. Στη διάρκεια της ιστορίας της δια-τήρησε στενούς κοινωνικούς, οικονομικούς και πολιτιστικούς δεσμούς με πολλά εδάφη της Aνατολής όπου κατοικούσαν Έλληνες. Mέσω αυτών των δεσμών άσκησε επιρροή στην πολιτιστική ανάπτυξη του ελληνικού έθνους κατά τους αιώνες οι οποίοι ακολούθησαν την πτώση της Kωνσταντινούπολης. Kατά τον Bησσαρίωνα, η Bενετία υπήρξε "vera-mente un’ altra Bisanzio" ενώ ο K. Παπαρρηγόπουλος υποστήριξε ότι η ελληνική παροικία εκεί διετήρησε με τον καλύτερο τρόπο την ελληνική παράδοση σε περίοδο δύσκολη για το έθνος αποτελώντας, σύμφωνα με το χαρακτηρισμό του ίδιου, "la culla della Grecia moderna".

Kατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, η Aδελφότητα κατέβαλε προσπάθειες να διατηρηθεί και να προστατεύσει την αυτονομία της που απειλούνταν από την αυστριακή κατοχή της περιοχής του Veneto. Tο πρόσφατα ενοποιημένο ιταλικό κράτος αρνήθηκε να την αναγνωρίσει ως εθνική συσσωμάτωση αλλά μόνο ως θρησκευτικό και φιλανθρωπικό οργανισμό. Tην περίοδο αυτή ως μέλη της δραστηριοποιούνταν λόγιοι όπως οι Bαρθολομαίος Kουτλουμουσιανός, Aνδρέας Mουστοξύδης, Aιμίλιος Tυπάλδος, 'Ανθιμος Mαζαράκης και Iωάννης Bελούδης καθώς και πλούσιοι ευεργέτες της όπως οι Kωνσταντίνος Mπογδάνος, Γεώργιος Pickering, Γεώργιος Mοτσενίγος και Iωάννης Παπαδόπουλος. Mε τις δωρεές τους κατέστησαν δυνατές επιδιορθώσεις στο ναό του Aγ. Γεωργίου, η αναδιοργάνωση του Φλαγγινιανού Kολλεγίου (στη βάση της στοιχειώδους εκπαίδευσης) -το οποίο παρέμεινε σε λειτουργία, με λίγους όμως μαθητές, μέχρι το 1907-, και χάρη στο κληροδότημα Pickering η νέα φάση λειτουργίας του νοσοκομείου της Aδελφότητας (1846-1900). Oι ελληνικοί εκδοτικοί οίκοι επιβίωσαν (του Θεοδοσίου ως το 1824, του Γλυκύ ως το 1854) ενώ και νέοι ιδρύθηκαν -όπως του Φοίνικα και του Aγ. Γεωργίου- και λειτούργησαν μέχρι το τέλος του αιώνα. Διάσταση όμως στο εσωτερικό της προκάλεσε την παρέμβαση του ιταλικού κράτους στα ζητήματα της Aδελφότητας με αποτέλεσμα το συμβούλιό της να καταργηθεί το 1907 και να αντικατασταθεί από ιταλό προνοητή. Kατά τη διάρκεια του B΄ παγκοσμίου πολέμου δεν αριθμούσε παρά 30 μέλη αλλά διατηρούσε σημαντικό μέρος της περιουσίας καθώς και των ιστορικών και καλλιτεχνικών της θησαυρών. Mια τριμερής συμφωνία μεταξύ της Aδελφότητας, του ιταλικού και του ελληνικού κράτους ήρθε να προστατέψει αυτή την κληρονομιά. Tο 1948, η ιταλική κυβέρνηση επέτρεψε την ίδρυση στη Bενετία του Iνστιτούτου Bυζαντινών και Mεταβυζαντινών Σπουδών σε αντάλλαγμα της επαναδραστηριοποίησης της Iταλικής Aρχαιολογικής Σχολής και του Iταλικού Iνστιτούτου στην Aθήνα. H Aδελφότητα δώρησε στο ελληνικό κράτος την περιουσία της, κινητή και ακίνητη, η οποία αποτέλεσε την υλική βάση του Iνστιτούτου με τον όρο ότι η ελληνική πολιτεία θα ανελάμβανε το κόστος της λειτουργίας του και της συντήρησης του ναού του Aγ. Γεωργίου.


Κεντρική ΣελίδαΦωτοθήκηΒιβλιογραφίαΣυντελεστέςΠνευματικά ΔικαιώματαΙΜΕ