γλώσσα των βυζαντινών δημωδών κειμένων αποτελεί λογοτεχνικά εξυψωμένη και καλλιεργημένη μορφή της καθομιλουμένης, περιέχει όμως και αρκετά λόγια στοιχεία. H πυκνότητα εμφάνισης των λόγιων στοιχείων παρουσιάζει διακυμάνσεις και σχετίζεται με τις συνθήκες σύνθεσης, διάδοσης και αναπαραγωγής ενός κειμένου, τις ιδιομορφίες της χειρόγραφης παράδοσης, το βαθμό επίδρασης της προφορικής παράδοσης, τον παραδοσιακό ή μη χαρακτήρα του, το προσδοκώμενο κοινό και, τέλος, το ίδιο το περιεχόμενο και την υφή του κειμένου. Σε ορισμένες περιπτώσεις το λόγιο με το δημώδες ιδίωμα συνυπάρχουν στο ίδιο κείμενο (για παράδειγμα, στο ποίημα του Μιχαήλ Γλυκά Περί φυλακής ή στα Πτωχοπροδρομικά).
Η γλώσσα των δημωδών κειμένων δεν επηρεάζεται από καμιά συγκεκριμένη διάλεκτο, αποτελεί δηλαδή κοινή λογοτεχνική γλώσσα. Βασίζεται σε μία κοινή προφορική γλώσσα που αντιπροσωπεύει μια μεταβατική εξελικτική φάση της γλώσσας, κατά την οποία οι νεότερες διάλεκτοι δεν είχαν διαμορφωθεί πλήρως. Η γλώσσα αυτή ήταν κατανοητή τόσο στο κέντρο όσο και στην περιφέρεια της αυτοκρατορίας.
Τα περισσότερα έργα της βυζαντινής δημώδους λογοτεχνίας είναι έμμετρα. Το κυριότερο μέτρο είναι ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος (πολιτικός) και, σπανιότερα, ο τροχαϊκός οκτασύλλαβος στίχος.