αγιογραφία υπήρξε πεδίο δοκιμής για πολλούς και ετερόκλητους συγγραφείς σε μακρό μάλιστα χρονικό διάστημα, με αποτέλεσμα την έντονη γλωσσική πολυμορφία αυτού του χώρου. Δεν είναι υπερβολή να υποστηρίξουμε ότι τα αγιογραφικά κείμενα αποτελούν ένα γλωσσικό πανόραμα του Bυζαντίου.
Mερικά είδη της ωστόσο παρουσιάζουν, λόγω παράδοσης, μεγαλύτερη γλωσσική ομοιογένεια, όπως για παράδειγμα οι ψυχωφελείς διηγήσεις και τα εγκώμια. Έτσι σχηματικά μπορούμε να διακρίνουμε τρία βασικά γλωσσικά επίπεδα. Κείμενα που είναι γραμμένα: α) Στη δημώδη κοινή ελληνιστική, β) Στην αρχαΐζουσα (αττικιστική) και γ) Κείμενα μεταφρασμένα. Πιο συγκεκριμένα:
α) Η γλώσσα των ψυχωφελών διηγήσεων, αλλά και πολλών βίων και μαρτυρίων, αποτυπώνει τη δημώδη γλώσσα της Πρώιμης Βυζαντινής εποχής και συχνά μάλιστα τον προφορικό λόγο. Πρόκειται για την ελληνιστική κοινή, που προσομοιάζει στη γλώσσα του Eυαγγελίου. H σύνταξη είναι απλή με βασικά χαρακτηριστικά τη διαδοχική παράθεση κύριων προτάσεων, την εναλλαγή ευθύ και πλάγιου λόγου και την κατάχρηση στη χρήση του συνδέσμου και. Tο βιβλικό υπόστρωμα των κειμένων αυτών είναι προφανές, αφού βρίθουν βιβλικών παραθεμάτων που προσδίδουν επισημότητα στο ύφος. Aξιοσημείωτοι είναι επίσης κάποιοι λεξιλογικοί νεοτερισμοί, που μας οδηγούν στο ίδιο γλωσσικό περιβάλλον με εκείνο των παπύρων ή ορισμένων χρονογραφιών και που συχνά έχουν γεωγραφική προέλευση (για παράδειγμα, από τα ελληνικά της Aιγύπτου).
β) Στην εκκλησιαστική ρητορική (εγκώμια, ομιλίες κ.ά.) βρισκόμαστε συχνά αντιμέτωποι με υπερβολικά γλωσσικά κατασκευάσματα, που προσπαθούν να μιμηθούν την αρχαία αττική διάλεκτο και φυσικά δεν έχουν τίποτα κοινό με την ομιλούμενη γλώσσα της εποχής. H σύνταξη είναι περίπλοκη, με πλεονασμούς, πολύπτωτα, υπερβατά και ρητορικά σχήματα και λεξιλόγιο εξεζητημένο και φυσικά αρχαιοπρεπές. Συχνά μάλιστα οι συγγραφείς εφευρίσκουν νέες λέξεις προς εντυπωσιασμό και μεγαλοστομία.
γ) Το μεταφραστικό κίνημα του 10ου αιώνα αποτελεί ένα είδος τεχνητής παρέμβασης στη γλώσσα των δημωδών αγιολογικών κειμένων. Πρωτεργάτης υπήρξε ο Συμεών Λογοθέτης (ή Mεταφραστής, 10ος αιώνας) ο οποίος μεταγλώττισε σε λόγια αττικίζουσα γλώσσα παλαιότερα λαϊκότροπα κείμενα. Tο έργο αυτό εντάσσεται στο γενικότερο φιλολογικό συρμό της εποχής, που αποστρεφόταν τη δημώδη γλώσσα και είχε ως αποτέλεσμα να χαθούν πολλά πρώιμα κείμενα που θα είχαν σίγουρα μεγάλο γλωσσικό ενδιαφέρον.