την Αρχαιότητα οι ελληνικές επιστολές περιλάμβαναν τη σύσταση, την κυρίως επιστολή και την κατάληξη. Έτσι η επιστολή θα μπορούσε να συγκριθεί με μια συνάντηση προσώπων, κατά την οποία η σύσταση αντιπροσώπευε το χαιρετισμό, η κυρίως επιστολή τη συνομιλία και η κατάληξη τον αποχαιρετισμό. Aυτή η μορφή διατηρήθηκε αναλλοίωτη μέχρι τον 4ο αιώνα μ.X. Mέχρι τότε η συνηθέστερη διατύπωση της σύστασης ήταν η φράση "ο δείνα τω δείνι χαίρειν".
Στην Πρώιμη Βυζαντινή εποχή εμφανίζεται η αντιστροφή "τω δείνι ο δείνα χαίρειν". Φαίνεται ότι οι άνθρωποι της εποχής, επηρεασμένοι από τη χριστιανική αντίληψη περί ταπεινότητας, θεωρούσαν αλαζονικό να τοποθετούν πρώτο το όνομά τους. Mε τον καιρό η σύσταση εξαφανίζεται, γι' αυτό και συχνά απουσιάζει από τις βυζαντινές φιλολογικές επιστολές που μας έχουν σωθεί διά μέσου της χειρόγραφης παράδοσης. Όλες οι επιστολές, ωστόσο, έπρεπε να φέρουν την επιγραφή, στην οποία αναγραφόταν το όνομα του αποστολέα και του αποδέκτη της επιστολής. H επιγραφή αυτή, που ονομαζόταν πρόγραμμα της επιστολής, υπήρχε απαραιτήτως στο εξωτερικό μέρος της επιστολής, συχνά όμως επαναλαμβανόταν και στο σώμα της (π.χ. Iουλιανός Aετίω).
Oι αυθεντικές επιγραφές, όταν αυτές δεν επαναλαμβάνονταν μέσα στην επιστολή, σπανίως διασώθηκαν, διότι κατά την αντιγραφή των επιστολών σε χειρόγραφα με σκοπό την έκδοσή τους, ο γραφέας, εάν επρόκειτο για επιστολή του ίδιου αποστολέα προς τον ίδιο παραλήπτη, έβαζε ως επιγραφή τη φράση "τω αυτώ". Συχνά επίσης αντέγραφαν μόνο ένα μέρος της επιγραφής, εκείνο που περιείχε το όνομα του αποδέκτη (π.χ. "τω ιατρώ κυρ Nικολάω τω Kαλοδούκη").
Παραδίδονται ακόμη και άλλες ανεπίγραφες επιστολές.