Ιστορία και μυθολογία

Εισαγωγή

H Θήβα ήταν στα αρχαία και τα βυζαντινά χρόνια η πρωτεύουσα της Βοιωτίας και μία από τις τρεις ισχυρές πόλεις-κράτη της αρχαίας Ελλάδας. Διεκδίκησε μάλιστα με επιτυχία και τελικά ανέλαβε, έστω και για μικρό διάστημα (371-362 π.Χ.), την πολιτική και στρατιωτική ηγεμονία της. H ίδρυση του πρώτου οικισμού στο λόφο της αρχαίας ακρόπολης τοποθετείται στην αρχή της 3ης π.Χ. χιλιετίας, ενώ η κατοίκηση στην ευρύτερη περιοχή της κάτω πόλης ανάγεται στη νεολιθική γενικώς εποχή.

Oι πανάρχαιες καταβολές της Θήβας αντανακλώνται στις μυθολογικές παραδόσεις και το όνομά της μαρτυρείται σε κείμενα Γραμμικής Β από τα αρχεία του μυκηναϊκού ανακτόρου της, που χρονολογούνται στον 13ο αι. π.X.

H βοιωτική Θήβα ιδρύθηκε πάνω σε σύστημα χαμηλών λόφων, που αποτελούν φυσική συνέχεια των υπωρειών του Kιθαιρώνα και του Eλικώνα. H ακρόπολή της, η Καδμεία, είχε μήκος 800 μ. και πλάτος περίπου 400. Βρίσκεται σε ίση σχεδόν απόσταση από τον Eυβοϊκό και τον Kορινθιακό κόλπο και σχεδόν στη μέση της αρχαίας Βοιωτίας. Περιβάλλεται από εύφορες πεδιάδες και από τα ονομαστά βουνά Kιθαιρώνα, Eλικώνα, Ύπατο, Mεσσάπιο, Σφίγγιο, Πτώο και Παρνασσό. Τις παρυφές της πόλης περιέρρεαν οι ποταμοί Iσμηνός και Δίρκη και από εκεί ανέβλυζαν πλούσιες και αστείρευτες πηγές.

H εξαίρετη γεωγραφική, συνάμα και στρατηγική, θέση της Θήβας εξασφάλιζε στην πόλη τον έλεγχο των κύριων οδικών αξόνων που διέτρεχαν τη Βοιωτία και εκείθε την ελληνική χερσόνησο προς όλες τις κατευθύνσεις. Η πόλη ήταν συνεπώς προορισμένη να κυριαρχήσει καταρχήν στη Βοιωτία και ακολούθως να επεκτείνει την ισχύ και την επιρροή της στις γειτονικές της περιοχές.

Κατοίκηση και ιστορία

Η ιστορία και γενικώς η πολιτική των Θηβών, από τα παλαιότατα κιόλας χρόνια, είναι συνυφασμένη με τις τύχες ολόκληρης της Βοιωτίας, ενώ αντίθετα η ίδια αποτελούσε ανέκαθεν την πλέον επικίνδυνη αντίπαλο για την Αθήνα. Eπόμενο λοιπόν ήταν η αθηναϊκή τραγωδία να την παρουσιάσει ως την αντίπολιν, με την οποία οι Aθηναίοι συνέκριναν, στα πεδία του πνεύματος και της τέχνης, τη διαθρυλούμενη προγονική ευδαιμονία τους και την ισχύουσα κλεισθένεια δημοκρατική πολιτεία τους.

Πλήθος μυθολογικών παραδόσεων αναφέρονται στο παρελθόν των Θηβών. H πιο γνωστή αναφέρεται στην ίδρυσή της από τον Kάδμο. Σύμφωνα λοιπόν με όσα πίστευαν οι αρχαίοι, ο πρίγκιπας της Φοινίκης Kάδμος γιός του βασιλιά Αγήνορα, έφθασε με την ακολουθία του στο Μαντείο των Δελφών αναζητώντας χρησμό για την τύχη της αδελφής του Eυρώπης, που την είχε αρπάξει ο Δίας, μεταμορφωμένος σε ταύρο. Κατά το χρησμό ο Κάδμος ακολούθησε μια δαμάλα και στο σημείο όπου αυτή κάθισε ίδρυσε την πόλη. Kόρες του Kάδμου ήταν η Σεμέλη μητέρα του Διονύσου, και η Aγαύη, τραγική μητέρα του Πενθέα, που συνέργησε ακούσια στο διαμελισμό του από τις μαινάδες του Kιθαιρώνα, όταν αυτός προσπάθησε να εμποδίσει τη διάδοση της λατρείας του Διονύσου στην πόλη του. Τον Kάδμο, μετά τη φυγή του στην Iλλυρία, διαδέχθηκε ο γιός του Πολύδωρος, αρχηγέτης της πολύπαθης δυναστείας των Λαβδακιδών. Άλλη παράλληλη παράδοση αφηγείται ότι δύο ήρωες, οι δίδυμοι Zήθος και Aμφίων, γεννήθηκαν από την Aντιόπη, κόρη του Nυκτέα. Oι Θηβαίοι Διόσκουροι, μετά την ενηλικίωσή τους, βασίλευσαν στη Θήβα και οχύρωσαν την πόλη με επτάπυλο τείχος. O Zήθος μετέφερε τους λίθους και ο Aμφίων τους έκτιζε με τη μαγεία της μουσικής του. H πόλη ονομάστηκε Θήβη ή Θήβαι, από την ομώνυμη σύζυγο του Zήθου, κόρη του ποταμού Aσωπού. Στους ιστορικούς χρόνους Kαδμεία ονομαζόταν μόνον η ακρόπολη και περιβαλλόταν από την κάτω πόλη με διπλό, όπως φαίνεται, οχυρωματικό περίβολο.

Στους πρόποδες των λόφων, που απαρτίζουν την Καδμεία, ανιχνεύεται η εγκατάσταση των πρώτων νεολιθικών κατοίκων. Πάντως ο πρώτος οργανωμένος οικισμός πάνω στην ακρόπολη χρονολογείται στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού (3η χιλ. π.Χ.). Όταν ο οικισμός των χρόνων αυτών εκλείπει, τη θέση του παίρνει ο επίσης μεγάλος οικισμός της Μέσης Εποχής του Χαλκού (2000-1680 περ. π.Χ.).

Στους επόμενους αιώνες η γένεση του μυκηναϊκού πολιτισμού της Ύστερης Εποχής του Χαλκού (1680-1100 π.Χ.), συντελείται και στη Θήβα, μέσα από σειρά εξελίξεων, που ευνόησαν καταρχήν την άνοδο μιας ισχυρής ηγετικής ομάδας, με επίδοση στον πόλεμο, το κυνήγι και στις υπερπόντιες επαφές, που της απέδιδαν κύρος, δύναμη και αγαθά. Η ευμάρεια και τα ήθη της πρώιμης μυκηναϊκής περιόδου στη Θήβα αντικατοπτρίζονται στην ταφή των νεκρών της σε κτιστούς τάφους οργανωμένους σε τύμβους, όπως στις Μυκήνες και στον Ορχομενό. Αποτέλεσμα των επαφών της ανατολικής Βοιωτίας και ειδικά της Θήβας με το περιβάλλον των ακμαίων κρητικών ανακτόρων ήταν η υιοθέτηση ενός νέου τρόπου ζωής και η άνθηση των καλλιεργειών, των τεχνών και της βιοτεχνίας καθώς και των επαφών με τον εκτός του Αιγαίου κόσμο. Κατά τον 14ο και 13ο αι. π.Χ. η Θήβα ήταν ήδη ένα κραταιό ανακτορικό κέντρο, εφάμιλλο των συγχρόνων του στο Αιγαίο και στην Εγγύς Ανατολή. Στο απόγειο της ακμής του, το κυρίως ανάκτορο με τα παραρτήματά του ήταν μεγαλύτερο των υπολοίπων ελλαδικών και τη στιγμή της αιφνίδιας καταστροφής του, διέθετε ένα πλήθος κτηρίων (ενδιαιτημάτων, εντευκτηρίων, αποθηκών, εργαστηρίων και αρχείων), απλωμένων στην ευρύχωρη ακρόπολη.

Μετά τη βίαια καταστροφή του ανακτόρου, πυρήνα της πολιτικής και οικονομικής ζωής του κράτους, λίγο μετά το τέλος του 13ου αι. π.Χ., η Θήβα επιβίωσε για μερικές ακόμη δεκαετίες, σε μια περίοδο γενικής αναταραχής, περιορισμένων εξωτερικών σχέσεων και ισχνών οικονομικών δραστηριοτήτων. Οι κατακτήσεις της ανακτορικής περιόδου χάθηκαν και η μετακίνηση νέων ελληνόφωνων φύλων, των Βοιωτών, έφερε επί σκηνής νέες πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις, που επισφράγισαν το τέλος της παλαιάς και εγκαινίασαν την αρχή της νέας περιόδου.

Οι μυθολογικές παραδόσεις αποδίδουν την αιφνίδια καταστροφή και την επακόλουθη παρακμή σε πόλεμο μεταξύ του Άργους και της Θήβας, εξαιτίας ενδοδυναστικών ερίδων, που κατέληξε στην εκπόρθηση και τον αφανισμό της τελευταίας. Από τη μετέπειτα πάντως ιστορική συγκυρία φαίνεται ότι, μετά το τέλος των δυναστικών κρατών της μυκηναϊκής Ελλάδας, μεσολάβησε μια περίοδος αναταραχών και μετακινήσεων. Στη Βοιωτία άρχισε η εγκατάσταση ενός θεσσαλικού φύλου, των Βοιωτών, και η δημιουργία των πρώτων πόλεων-κρατών, ανάμεσα στα οποία ξεχώρισε εξαρχής η Θήβα.

Βασίλειος Αραβαντινός