Αγία Σοφία

Αυτό θα παραλείψει το μενού επιλογών για το κεντρικό περιεχόμενο της σελίδας

ΆΞΟΝΑΣ 1: Περιήγηση στη βυζαντινή Αγία Σοφία
(πτυχή: γενική ιστορική προσέγγιση και βασική περιήγηση στο Μνημείο)

Α. Γενικά

1. Για τον γνωστικό άξονα

Το 532, μετά από την καταστροφή της θεοδοσιανής Αγίας Σοφίας κατά τη Στάση του Νίκα τον Ιανουάριο του ίδιου έτους, ο Ιουστινιανός ανέθεσε στους μαθηματικούς και αρχιτέκτονες Ανθέμιο και Ισίδωρο την ανέγερση ενός νέου ναού της Αγίας Σοφίας. Οι δύο αρχιτέκτονες εκπόνησαν ένα πρωτότυπο και μεγαλεπήβολο αρχιτεκτονικό σχέδιο, που οδήγησε στην κατασκευή ενός ναού, που έμελλε να μείνει ως το σημαντικότερο επίτευγμα όχι μόνο της ιουστινιάνειας, αλλά της βυζαντινής ναοδομίας εν γένει. Το σενάριο της βασικής περιήγησης δίνει τη δυνατότητα στον επισκέπτη να περιηγηθεί στο αρχιτεκτονικό μοντέλο, γνωρίζοντας τα βασικά σημεία της ιουστινιάνειας Αγίας Σοφίας. Επιπλέον, στο σενάριο παρουσιάζονται τα σημαντικότερα στοιχεία των πηγών που αναφέρονται στην ανέγερση, το διάκοσμο, την εξέλιξη αλλά και στη θέση του μνημείου και όλου του συγκροτήματος της Αγίας Σοφίας στην τοπογραφία και την πολεοδομική ανάπτυξη της βυζαντινής πρωτεύουσας. Για την καλύτερη κατανόηση του σχεδιασμού και της αρχιτεκτονικής του ναού η γνωστική διάρθρωση των αξόνων που διέπουν την εικονική περιήγηση επικεντρώνονται και στις ιδεολογικές και τις θεολογικές προεκτάσεις, όπως αυτές έχουν αποτυπωθεί στις σύγχρονες πηγές, και αποκωδικοποιούνται από τη νεότερη έρευνα.

2. Για τους στόχους

Βασικοί στόχοι του γνωστικού άξονα είναι η περιήγηση στο μνημείο κατά τους μεσοβυζαντινούς χρόνους και η παρουσίαση των στοιχείων σχετικά με: την ανέγερση, την εξέλιξη, τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό και το οικοδομικό πρόγραμμα, τις ιδεολογικές προεκτάσεις, τα υλικά δομής, τα βασικά χαρακτηριστικά του εσωτερικού και τους εξωτερικού στις πρώτες φάσεις του μνημείου και την επιρροή που άσκησε το μνημείο στη βυζαντινή αρχιτεκτονική. [βλ. παρακάτω αναλυτικά τους στόχους του γνωστικού άξονα]

Β. Αναλυτικότερη παρουσίαση του γνωστικού άξονα

1. Σύντομη περιγραφή της Αγίας Σοφίας του Ιουστινιανού

Η καταστροφή της θεοδοσιανής Αγίας Σοφίας κατά τη Στάση του Νίκα το 532 ήταν η μεγάλη ευκαιρία για τον Ιουστινιανό να οικοδομήσει ένα ναό που θα ξεπερνούσε όλα τα εκκλησιαστικά οικοδομήματα όχι μόνο στην πόλη αλλά και σε ολόκληρο το ρωμαϊκό και βυζαντινό κόσμο. Ως μηχανικοί ορίστηκαν οι αρχιτέκτονες ( μηχανοποιοί) Ανθέμιος από τις Τράλλεις και ο Ισίδωρος από τη Μίλητο. Η κατασκευή προχώρησε γρήγορα και ο καινούριος ναός, μια κολοσσιαία τρουλαία βασιλική, με μια αψίδα στα ανατολικά και συνολικό μήκος περί τα 135 μ., εγκαινιάστηκε στις 27 Δεκεμβρίου 537. Η τολμηρή κατασκευή του πρώτου τρούλου και το γεγονός ότι η εκκλησία είχε χτιστεί με βιασύνη οδήγησε στην κατάρρευσή του μετά τους σεισμούς του 557. Δυστυχώς, ο Προκόπιος, η κυριότερη πηγή για τα οικοδομικά έργα του Ιουστινιανού, δεν περιγράφει λεπτομερώς τον αρχικό τρούλο. Από την άλλη μεριά, είναι σαφές από την περιγραφή του Αγαθία για την εκ νέου ανέγερση του ναού ότι ο αρχικός τρούλος ήταν ευρύτερος και χαμηλότερος από το δεύτερο. Ο ναός εγκαινιάστηκε ξανά το 562. Ο τρούλος της Αγίας Σοφίας είναι ελαφρώς μικρότερος από εκείνον του Πάνθεου στη Ρώμη· η διάμετρός του φτάνει τα 31,87 μ. και βρίσκεται σε ύψος 55,6 μ. από το επίπεδο του δαπέδου.

Ο πρωτοποριακός σχεδιασμός της Αγίας Σοφίας συνδυάζει στοιχεία που είχαν ήδη προκύψει στην πρώιμη βυζαντινή ναοδομία (στο ναό των Αγίων Σεργίου και Βάκχου και ίσως και στον Άγιο Πολύευκτο), με πρωτότυπο όμως τρόπο και σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα. Το βάρος του τρούλου κατανέμεται μέσω των σφαιρικών τριγώνων σε τέσσερις ισχυρούς πεσσούς. Μεταξύ τους αναπτύσσονται τέσσερις μεγάλες αψίδες, πάνω στις οποίες ο τρούλος μοιάζει να αιωρείται, και εκ των οποίων η ανατολική και η δυτική απολήγουν σε τεταρτοσφαίρια που φέρονται επί μικρότερων αψιδωτών κογχών. Ο κεντρικός τρουλαίος πυρήνας του ναού πλαισιώνεται με κλίτη στη βόρεια και νότια πλευρά του και με διπλό νάρθηκα στα δυτικά. Τα υπερώα πάνω από τα κλίτη και τον εσωνάρθηκα ήταν προσβάσιμα μέσω σπειροειδών κεκλιμένων επιπέδων στις τέσσερις γωνίες του ναού. Σήμερα μόνο η βορειοδυτική γωνία χρησιμοποιείται για το σκοπό αυτό.

Στο εσωτερικό του ναού, η παρουσία λειτουργικών κατασκευών έκανε την εμφάνιση του κεντρικού κλίτους και της αψίδας πολύ εντυπωσιακή και διαφορετική από τη σημερινή εντύπωση. Στην αψίδα υπήρχε το σύνθρονο, αποτελούμενο από επτά ημικυκλικούς αναβαθμούς, στον ανώτερο από τους οποίους τοποθετήθηκε ο πατριαρχικός θώκος πάνω στον κεντρικό άξονα. Μπροστά από το σύνθρονο βρισκόταν ένα κιβώριο από τέσσερις ασημένιους κίονες που έφεραν οκταγωνικό ουρανό. Η Αγία Τράπεζα της Μεγάλης Εκκλησίας, φτιαγμένη από χρυσό και διακοσμημένη με ημιπολύτιμους λίθους, βρισκόταν κάτω από το κιβώριο. Ένα ύφασμα κεντημένο με μετάξι και χρυσό και διακοσμημένο με τις εικόνες του Χριστού και των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου κάλυπτε την Αγία Τράπεζα. Το Βήμα καταλάμβανε μεγάλο μέρος του χώρου κάτω από το ανατολικό ημιθόλιο και αποτελούνταν από μαρμάρινα θωράκια και ασημένιους κίονες που έφεραν ένα επιστύλιο. Ο άμβωνας από μάρμαρο και ελεφαντοστό είχε δύο κλίμακες. Ένας καλυμμένος με παραπετάσματα χώρος, απ’ όπου ο αυτοκράτορας παρακολουθούσε τη Θεία Λειτουργία, βρισκόταν πιθανώς στο ανατολικό άκρο του νότιου κλίτους. Η θέση της αυτοκράτειρας, από την άλλη, ήταν στο υπερώο, πάνω από τον εσωνάρθηκα.

Σχετικά με το σχεδιασμό και τις ιδεολογικές προεκτάσεις της αρχιτεκτονικής του ναού της Αγίας Σοφίας σημαντικές είναι οι αναφορές στο θεολογικό υπόβαθρο που σαφώς συνδέεται με την Ενσάρκωση, Ενανθρώπιση του Θεού Λόγου, της Σοφίας του Θεού, Ιησού Χριστού [Κα Λγος σρξ γ νετο κα σκνωσεν ν μν, Ιω. Ι, 14]. Ως προς δε το οικοδομικό πρόγραμμα που προβάλλει τις αντιλήψεις του αυτοκράτορα Ιουστινιανού, η νεότερη έρευνα επισημαίνει τη μοναδικότητα της αρχιτεκτονικής, η οποία αποπνέει την ιδέα για την Οικουμένη, κέντρο της οποίας ήταν η Κωνσταντινούπολη και ο ναός της Σοφίας του Θεού.

2. Το μνημείο στους μεσοβυζαντινούς χρόνους

Παρά τις διάφορες προσθήκες και επεμβάσεις κατά τη διάρκεια της ιστορίας της, που φτάνει σχεδόν τα 1.500 χρόνια, η ιουστινιάνεια Αγία Σοφία διασώζει γενικά σε μεγάλο βαθμό την αρχική της εμφάνιση. Στη αρχική μορφή του μνημείου κατά τη Μέση και τη Ύστερη Βυζαντινή περίοδο προστέθηκαν οι εξωτερικές αντηρίδες. Οι ιπτάμενες αντηρίδες της δυτικής πρόσοψης και εκείνες στη μέση των δύο μακρών πλευρών, καθώς και η νοτιοδυτική αντηρίδα ανήκουν στη Μεσοβυζαντινή περίοδο, ενώ οι πιο ογκώδεις στην ανατολική πλευρά του ναού χρονολογούνται στη μεταγενέστερη φάση (χτίστηκαν από τον Ανδρόνικο Β΄ Παλαιολόγο).

Το περίγραμμα του ναού το 537 επίσης διέφερε από αυτό που παρουσιάζεται σήμερα, δεδομένου ότι ο θόλος ήταν αρχικά χαμηλότερος και η καμπύλη του ακολουθούσε αυτή των τεσσάρων σφαιρικών τριγώνων μέσω των οποίων γίνεται η μετάβαση από τους τέσσερις ογκώδεις πεσσούς στο τύμπανο του θόλου. Ο υπάρχων θόλος είναι ραδινότερος και υψώνεται περί τα 6 μ. ψηλότερα από τον αρχικό. Επιπλέον, το εσωτερικό του ναού ήταν φωτεινότερο σε σχέση με σήμερα. Εκτός από το ότι η προσθήκη εξωτερικών αντηρίδων έφραξε κάποια παράθυρα, η κύρια αλλαγή στη διάταξη των παραθύρων προέκυψε μετά την κατάρρευση του πρώτου θόλου και την ανέγερση του δεύτερου: στους τοίχους κάτω από το νότιο και βόρειο μεγάλο τόξο που υποστηρίζουν το θόλο ανοίγονταν το 537 μεγαλύτερα παράθυρα από τα σημερινά (τα οποία είναι ακόμα μικρότερα από εκείνα της μεταϊουστινιάνειας ανακαίνισης, εξαιτίας μεταγενέστερων, πιθανότατα οθωμανικών, επεμβάσεων). Επιπλέον, το νοτιοδυτικό και βορειοδυτικό προστώο δε φαίνεται να ήταν μέρος του αρχικού σχεδίου – το πρώτο δημιουργήθηκε όταν χτίστηκαν τα δωμάτια που ανοίγονται στο νότιο υπερώο και που ανήκαν στο Πατριαρχείο (τότε επίσης τροποποιήθηκε το ανώτερο τμήμα του νοτιοδυτικού πύργου με το κεκλιμένο επίπεδο για την πρόσβαση στο υπερώο).

Γ. Στόχοι και σημεία έμφασης του γνωστικού άξονα

Μια περιεκτική γενική παρουσίαση της ιστορίας, της αρχιτεκτονικής και του εσωτερικού διακόσμου του μνημείου, με έμφαση στην ιουστινιάνεια και μεσοβυζαντινή του μορφή. Ο επισκέπτης μπορεί να περιηγηθεί στο βασικό μας αρχιτεκτονικό μοντέλο, γνωρίζοντας τα βασικά σημεία της Αγίας Σοφίας και θα έχει την ευκαιρία να ακούσει ιστορίες και παραδόσεις σχετικά με το ναό (από έναν σύγχρονο αρχιτέκτονα-αφηγητή αλλά και τον μoυσειοπαιδαγωγό που έχει ρόλο ξεναγού), μέσα από κείμενα και πηγές. Θα έχει επίσης πρόσβαση σε πληροφορία που έχει προκύψει από τη σύγχρονη έρευνα σχετικά με το ναό (π.χ. ανασκαφές, κατάλοιπα του προγενέστερου ναού).

Επειδή αρκετά από τα παραπάνω όπως και ο εσωτερικός διάκοσμος θα αποτελέσουν θέμα ξεχωριστών σεναρίων, χρήσιμο θα ήταν μέσω του παρόντος σεναρίου να αναδειχτούν τα παρακάτω σημεία:

  • σύντομη αναφορά στην καταστροφή της θεοδοσιανής Αγίας Σοφίας στη Στάση του Νίκα
  • ο πρωτότυπος αρχιτεκτονικός σχεδιασμός από τον Ανθέμιο και τον Ισίδωρο, δύο κατά βάση θεωρητικούς μαθηματικούς που εφηύραν πρωτότυπες μηχανικές λύσεις ακριβώς για την ανέγερση του ναού. Σε σχέση με τη διάσταση αυτή θα μπορεί να γίνει αναφορά και στον υφιστάμενο γεωμετρικό σχεδιασμό και τον συμβολισμό του
  • η ανέγερση του ναού, που θα μας δώσει την ευκαιρία να αναφερθούμε στα δομικά υλικά, σε κατασκευαστικές αβαρίες και παραμορφώσεις που προέκυψαν (απόκλιση ανάμεσα στη θεωρητική κατάρτιση και την πρακτική εμπειρία)
  • το οικοδομικό πρόγραμμα του Ιουστινιανού Α΄ στην πρωτεύουσα και η κεντρική σημασία της Αγίας Σοφίας σε αυτό (τοποθέτηση του μνημείου στο ιστορικό του πλαίσιο). Τονισμός της μοναδικότητας του μνημείου και της επιρροής που άσκησε στη διαμόρφωση της βυζαντινής μνημειακής τέχνης
  • καταρρεύσεις και αναστηλώσεις του τρούλου, στον 6ο και στον 10ο αιώνα
  • θέση της Αγίας Σοφίας στην πολεοδομική εξέλιξη της Κωνσταντινούπολης
  • θεολογικό υπόβαθρο και ιδεολογικές προεκτάσεις που αποτυπώνονται στο σχεδιασμό, την αρχιτεκτονική, αλλά και στη διαμόρφωση του εξωτερικού και του εσωτερικού του ναού της Αγίας Σοφίας.

Δ. Τεκμηρίωση

Υπάρχει πληθώρα υλικού. Ο ναός της Αγία Σοφία είναι μοναδική περίπτωση όχι μόνο ως μνημείο αλλά και ως αντικείμενο μελέτης, το υλικό (πηγές και μελέτες) είναι πελώριο, και ξεπερνά σε μέγεθος και ποικιλία θεμάτων και γλωσσών οποιοδήποτε άλλο μνημείο στη βυζαντινή ιστορία και γενικά στη μεσαιωνική Ευρώπη. Πολύτιμα στοιχεία για την ιστορία της Αγίας Σοφίας αναφέρουν εκτός από τα βυζαντινά κείμενα και μεγάλος αριθμός λατινικές, φραγκικές, σερβικές, ρωσικές και άλλες πηγές, καθώς το μνημείο προκαλούσε πάντοτε το θαυμασμό των συγχρόνων.

Η σύγχρονη έρευνα (ιστορική, αρχαιολογική, φιλολογική, ιστορία της τέχνης, αρχιτεκτονική, μηχανική αλλά και σεισμολογία) έχει αφιερώσει τεράστιο αριθμό μελετών, οι οποίες καταγράφον από μόνες τους ιστορία περίπου ενάμιση αιώνα με αμείωτο ενδιαφέρον και συνεχώς διευρυνόμενο ερευνητικό πεδίο. Παρά το γεγονός ότι πολλά από τα ερωτήματα έχουν βρει λύσεις που επιτρέπουν την τεκμηριωμένη αναπαράσταση στο σύνολο του μνημείου, υπάρχουν και ζητήματα που παραμένουν υπό έρευνα και οι όποιες απαντήσεις είναι υποθετικές.

Η τεκμηρίωση του σεναρίου αυτού βασίζεται κυρίως στην αρχαιολογικά δεδομένα (περίπου 50%), αλλά και στα πορίσματα τηςέρευνας (κατά 30%) και σε λιγότερο βαθμό στις πηγές και τις γραπτές μαρτυρίες (κατά 20%).

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΑ ΒΟΗΘΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

Η αρχιτεκτονική της Αγίας Σοφίας όπως γίνεται αντιληπτή στο εσωτερικό του ναού:

«Το σχέδιο αυτό αναπτύσσεται αρχίζοντας από το κέντρο του οικοδομήματος. Ό επισκέπτης, που στέκεται κάτω από την κορυφή του τρούλου, μόλις που αρχίζει να αντιλαμβάνεται τον μεγάλο χώρο: στην πρώτη ματιά παρουσιάζεται άμορφος, άλλα βαθμιαία αρχίζει να αποκτά σχήματα και τα σχήματα να παίρνουν τις θέσεις τους. Από τον κάθετο κεντρικό άξονα ο χώρος αναπτύσσεται σε μήκος, μέσα στις μεγάλες κόγχες, ανατολικά και δυτικά. Αναπτύσσεται ακόμη περισσότερο, ανατολικά με το χώρο πού βρίσκεται ανεπτυγμένος μπροστά στο ιερό και την αψίδα του, και δυτικά με το διαμέρισμα της εισόδου από τις κόγχες ό χώρος κινείται μέσα στις άλλες διαγώνιες πλευρικές κόγχες, υψώνεται κάθετα μέσα στον κεντρικό τρούλο, αγγίζει τη στεφάνη του, βυθίζεται μέσα στο ημισφαίριο, απλώνεται και κυλά μέσα στα τεταρτοσφαίρια των διαγώνιων κογχών. Ή αλληλουχία αυτή των χωρικών σχημάτων αναπτύσσεται ταυτόχρονα φυγόκεντρα, γύρω από έναν μεσαίο άξονα, άλλα και σε μήκος, παράλληλα προς τον διαμήκη άξονα, από την είσοδο ως την αψίδα του ιερού. Οι μεγάλοι πεσσοί που στηρίζουν τα τόξα του κεντρικού τετραγώνου και οι δευτερεύοντες πεσσοί, ανατολικά και δυτικά, χάνονται μέσα στα πλάγια κλίτη και τα υπερώα…

Παρόλο που οι χωρικές ενότητες διαρθρώνονται και διατάσσονται καθαρά, με αυτή τη ρυθμική αλληλουχία των τριών, των πέντε και των επτά, τα όριά τους παραμένουν ασαφή. Τα πάντα εκτείνονται πέρα από τα φαινομενικά, φυσικά τους όρια. Το μάτι πλανιέται, πέρα από το κεντρικό τετράγωνο, μέσα στα πλάγια κλίτη και τα υπερώα, των οποίων τα τελικά σχήματα δεν γίνονται ποτέ αντιληπτά. Το βλέμμα του επισκέπτη παρασύρεται πέρα από τις καμπύλες τοξοστοιχίες μέσα στις κόγχες και στους εξωτερικούς χώρους. Ακόμη, η επικάλυψη αυτών των τοξοστοιχιών με τα παράθυρα των εξωτερικών τοίχων αποκλείει την άμεση αντίληψη της σχέσης ανάμεσα στους βοηθητικούς και τους κύριους χώρους. Μέσα στο εσωτερικό κέλυφος, οι χωρικοί όγκοι και ή αλληλουχία τους είναι εύκολα κατανοητοί, άλλα έξω από αυτόν τον πυρήνα ο χώρος παραμένει αινιγματικός για τον παρατηρητή, ο όποιος περιορίζεται μέσα στο μεσαίο κλίτος. Η μορφή και η αλληλεπίδραση των χωρικών σχημάτων πρώτα δηλώνεται και ύστερα αναιρείται. Πράγματι, κανένα από αυτά τα χωρικά σχήματα δεν περιέχεται μέσα στις περικλείουσες μάζες, είτε αυτές είναι πεσσοί, είτε επίπεδοι ή καμπύλοι τοίχοι, είτε θολωτές επιφάνειες. Ό όρος «περικλείουσα μάζα» —σ’ αυτού του τύπου την αρχιτεκτονική τουλάχιστον— δεν είναι ακριβής. Οι πεσσοί φαίνονται αρκετά ογκώδεις, Ιδιαίτερα αν τους κοιτάζει κανείς από τα πλαγία κλίτη, άλλα η πρόθεση των κατασκευαστών τους ήταν να είναι αόρατοι. Ό όγκος τους εξαϋλώνεται με τις ορθομαρμαρώσεις τους. Οι κορμοί των κιόνων είναι μεγάλοι, με διάμετρο 0,60-1 μ., άλλα τα πολύχρωμα μάρμαρα εξουδετερώνουν την εντύπωση του μεγάλου όγκου τους.»

Krautheimer R., Παλαιοχριστιανική και Βυζαντινή Αρχιτεκτονική, μτφρ. Φ. Μαλλούχου-Τουφάνο, (ΜΙΕΤ Αθήνα 1991), σελ. 261-262, 263-264.

Ο πρωτότυπος σχεδιασμός της Αγίας Σοφίας:

«The design had no close antecedents. It is made up of elements that were current at the time, but these elements, as far as we kno, had not previously been put together in the same combination. Nor was St. Sophia imitated in the following centuries - that is, not until the Ottoman mosques of the sixteenth century. This uniqueness makes St. Sophia difficult to classify. It has been called a domed basilica because it has a longitudinal axis and rows of columns on either side of the nave, but such a designation does not sufficiently reflect the basic structural elements. According to another analysis, the design of St. Sophia was obtained by splitting Sts. Sergius and Bacchus in half and inserting the central dome between the two halves. It may make better sense to reverse this statement. For if we compare St. Sophia with the adjacent and contemporary church of St. Irene (abstracting, of course, the elements that were introduced into St. Irene in the eighth century), we can see that St. Irene has a better claim to being called a domed basilica, and that the singularity of St. Sophia lies precisely in the intercalation of the "two halves of Sts. Sergius and Bacchus.»

Mango, C., Byzantine Architecture (London 1986), σελ. 61.

ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ