(2ο μέρος)
Στο προηγούμενο τεύχος της εφημερίδας μας, γνωρίσαμε το μυθικό ήρωα Περσέα, που γεννήθηκε ύστερα από την ένωση του μεταμορφωμένου σε χρυσή βροχή Δία με την πεντάμορφη βασιλοπούλα Δανάη. Σε μεγάλους μπελάδες έβαλε τη βασιλοπούλα αυτός ο έρωτας, εξαιτίας ενός χρησμού που έλεγε πως ο γιος της θα σκοτώσει τον παππού του και βασιλιά του Άργους Ακρίσιο. Μετά από διάφορες περιπέτειες, συνάνταμε τον Περσέα, παλικάρι πια, στο παλάτι του βασιλιά στης Σερίφου, Πολυδέκτη, ο οποίος γλυκοκοίταζε τη μητέρα του Δανάη και την πίεζε να τον παντρευτεί. Κι επειδή εκείνη δεν τον ήθελε, ο σκληρόκαρδος βασιλιάς αποφάσισε να στείλει τον Περσέα να αναμετρηθεί με την τρομερή Γοργόνα Μέδουσα!

Καλυφθείτε, η Γοργόνα Μέδουσα!
Ο Περσέας δεν ήξερε σε τι περιπέτεια έμπλεκε όταν δέχτηκε να φέρει στο βασιλιά Πολυδέκτη το κεφάλι της Γοργόνας Μέδουσας. Οι Γοργόνες ήταν πλάσματα παράξενα και αποκρουστικά, που κανένας άνθρωπος δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει. Το σώμα τους σκεπαζόταν από σκληρά λέπια. Στη ράχη τους είχαν δύο ολόχρυσες φτερούγες, χάρη στις οποίες πρόφταιναν κάθε επίδοξο θύμα τους, πριν αυτό προλάβει να κρυφτεί. Τα πελώρια χέρια τους ήταν χάλκινα, με ατσάλινα, κοφτερά νύχια. Όσο για το πρόσωπό τους, αυτό ήταν η κακία... προσωποποιημένη: μάτια που έβγαζαν φλόγες, χείλια κόκκινα σαν το αίμα, δόντια σωστές λεπίδες και μαλλιά-φίδια ολοζώντανα, που στριφογύριζαν σφυρίζοντας τρομακτικά. Όποιος τις αντίκριζε, πέτρωνε από το φόβο του! Οι θεοί γνώριζαν ότι, χωρίς τη βοήθειά τους, ο Περσέας δε θα τα έβγαζε πέρα. Του έστειλαν, λοιπόν, ενισχύσεις, τη θεά Αθηνά και το θεό Ερμή. Η πρώτη τού έδωσε μια αστραφτερή, χάλκινη ασπίδα, που όταν την κρατούσε μπροστά του έβλεπε τα πάντα μέσα από αυτή, σαν σε καθρέφτη. Ο δεύτερος τού χάρισε το ανίκητο σπαθί του, το μόνο όπλο που θα μπορούσε να διαπεράσει το σιδερόφραχτο σώμα των Γοργόνων. Έπειτα, τον ορμήνεψε πώς θα φτάσει ως τη χώρα τους.

Το γινάτι... κλέβει μάτι!
Το ταξίδι του Περσέα προς τη δύση στάθηκε από μόνο του ένας άθλος. Πολλές χώρες διάβηκε και γνώρισε τους λαούς τους. Κάποτε έφτασε σε έναν σκοτεινό τόπο, όπου κατοικούσαν τρεις παράξενες Γριές, οι μοναδικές που γνώριζαν πού ζούσαν οι Γοργόνες. Και οι τρεις μαζί χρησιμοποιούσαν με τη σειρά ένα μάτι και ένα δόντι! Ο Περσέας εφάρμοσε το σχέδιο του θεού Ερμή για να τους αποσπάσει την πολύτιμη πληροφορία: παραφύλαξε και τους άρπαξε το μοναδικό τους μάτι, όταν η μια Γριά το έδινε στην άλλη. Έτσι έμειναν και οι τρεις τυφλές και άρχισαν να τον παρακαλούν να τους δώσεις πίσω το φως τους. Εκείνος δέχτηκε, αρκεί να του φανέρωναν το δρόμο που οδηγούσε στις Γοργόνες. Αν και δίσταζαν, στο τέλος του έδωσαν την πολύτιμη πληροφορία κι εκείνος τους επέστρεψε το μονάκριβο μάτι τους.

Οι Νεράιδες οι καλές, ξέρουν από... ζαβολιές!
Ο Περσέας συνέχισε το δρόμο του, ώσπου έφτασε στη χώρα των Νεράιδων. Αυτές του χάρισαν τρία ανεκτίμητα αντικείμενα, που αύξησαν σημαντικά τη δύναμή του: το κράνος του θεού του Κάτω Κόσμου, του Πλούτωνα, που όποιος το φορούσε γινόταν αόρατος, ένα ζευγάρι φτερωτά πέδιλα κι ένα σάκο που μεγάλωνε ή μίκραινε, ανάλογα με το τι έβαζες μέσα. Ο Περσέας φόρεσε τα πέδιλα και το κράνος, ζώστηκε το σπαθί, την ασπίδα και το σάκο κι απογειώθηκε πανέτοιμος να αντιμετωπίσει τη μοίρα του... Μερόνυχτα πετούσε πάνω από τη στεριά, θαυμάζοντας τα πανέμορφα δάση, τις φιλόξενες κοιλάδες, τις κρυστάλλινες λίμνες και τις εντυπωσιακές κορυφογραμμές. Ώσπου η στεριά τελείωσε και κάτω από τα πόδια του απλώθηκε απέραντη η μαβιά θάλασσα, άλλοτε αγριεμένη, γεμάτη βουερά κύματα, κι άλλοτε απαλή και γλυκόπιοτη σαν λάδι. Πέρα μακριά, εκεί που το αλμυρό νερό έγλυφε τη γραμμή του ορίζοντα, ξεχώριζε αχνά ένα μαύρο σημάδι. Ήταν το νησί των Γοργόνων.

Μια Γοργόνα λιγότερη...
Πλησίασε ο Περσέας και γυρόφερε το νησί σας αετός. Γρήγορα διέκρινε τις τρεις αδερφές να κοιμούνται πάνω στα απόκρημνα βράχια, με τις ολόχρυσες φτερούγες τους να αστραποβολούν στον ήλιο. Αμέσως, έβαλε μπροστά του την ασπίδα της Αθηνάς και τις κοίταξε ξανά μέσα από αυτήν, για να μην πετρώσει. Ποια απ' τις τρεις ήταν άραγε η Μέδουσα; Αυτήν μόνο έπρεπε και μπορούσε να σκοτώσει, γιατί μόνο αυτή ήταν θνητή. Το πρόβλημά του το έλυσε ο θεός Ερμής. Πέταξε πλάι του και του την έδειξε. «Γρήγορα, Περσέα», τον συμβούλεψε, «κόψε της το κεφάλι πριν ξυπνήσουν. Αλλά πρόσεξε, μια μόνο ματιά να τους ρίξεις και χάθηκες!». Ο Περσέας δεν έχασε καιρό. Υψώθηκε στον ουρανό, όρμησε και με μια σπαθιά πήρε το κεφάλι της Γοργόνας Μέδουσας, ενώ τα φίδια-μαλλιά της στρίγκλιζαν αγουροξυπνημένα. Ένα φτερωτό άλογο, ο Πήγασος, και ένας γίγαντας, ο Χρυσάορας, ξεπήδησαν από την πληγή. Έχωσε γρήγορα ο Περσέας το κεφάλι στο μαγικό σάκο του και όπου φύγει φύγει. Γεμάτες οργή οι δύο αδερφές της Μέδουσας, η Σθενώ και η Ευρυάλη, άρχισαν να ψάχνουν παντού το φονιά. Αλλά ο Περσέας ήδη απομακρυνόταν αόρατος, χάρη στο κράνος του θεού Πλούτωνα...

Όποιος το κακό ζυγώνει, από το κακό πετρώνει...
Το ταξίδι της επιστροφής στη Σέριφο ήταν εξίσου περιπετειώδες για τον Περσέα. Είχε μια διόλου ευχάριστη συνάντηση με τον Άτλαντα (ξέρετε, το γίγαντα που κρατούσε στους ώμους του τον ουρανό), έσωσε την όμορφη πριγκίπισσα της Αιθιοπίας Ανδρομέδα, από ένα φοβερό θαλάσσιο τέρας (παραλίγο να πληρώσει η καημένη την ασέβεια της μητέρας της προς τις Νεράιδες...). Όπως θα μαντέψατε, παντρεύτηκε την Ανδρομέδα, αλλά πολέμησε και με τον πρώην αρραβωνιαστικό της, το Φινέα, ο οποίος ζήλεψε το κατόρθωμά του και προσπάθησε να τον σκοτώσει. Και αυτός, όπως και ο μοχθηρός βασιλιάς Πολυδέκτης, που δεν πίστεψε ότι ο Περσέας είχε πράγματι σκοτώσει τη Μέδουσα, είχαν το ίδιο τέλος: ήρθαν πρόσωπο με πρόσωπο με το κεφάλι της και πέτρωσαν!

Ό,τι γράφει, δεν ξεγράφει...
Όταν ο Περσέας ξεμπέρδεψε με όλους αυτούς, επέστρεψε τα δώρα των θεών και των Νεράιδων στους κατόχους τους και χάρισε στη θεά Αθηνά το κεφάλι της Μέδουσας. (Μην ανησυχείτε, το έβαλε στο θώρακα της πανοπλίας της). Έπειτα, όρισε βασιλιά της Σερίφου τον καλόψυχο ψαρά Δίκτυ, πήρε τη μητέρα του Δανάη και τη γυναίκα του Ανδρομέδα και επέστρεψαν στην πατρίδα του, το Άργος. Εκεί έγινε βασιλιάς, αφού ο παππούς του ο Ακρίσιος, από φόβο μήπως ο χρησμός που έλεγε ότι θα τον σκοτώσει ο εγγονός του βγει αληθινός, μετακόμισε στη Λάρισα. Αλλά ό,τι γράφει, δεν ξεγράφει... Κάποτε ο Περσέας οργάνωσε λαμπρούς αθλητικούς αγώνες στο Άργος. Ο Ακρίσιος ήταν ανάμεσα στους θεατές. Έφτασε η σερά του χεροδύναμου εγγονού του να ρίξει το δίσκο και εκείνος, ω συμφορά, αφού ανέβηκε στα ύψη, προσγειώθηκε με τρομακτική δύναμη στο κεφάλι του παππού του, που φυσικά έμεινε στον τόπο. Έτσι βγήκε αληθινός ο χρησμός του μαντείου...