Χειμώνας χωρίς ανέμους και χωρίς παραμύθια δε γίνεται. Ο λαός μας πίστευε ότι οι νεράιδες κινούνταν μέσα σε ανεμοστρόβιλους, γι' αυτό τις έλεγε και αγεραγίδες-αραγίδες. Για να μην εξοργιστούν τάχα, έπρεπε όλοι, όταν περνούσε ο ανεμοστρόβιλος, να δείχνουν το σεβασμό τους στις υπερφυσικές τους δυνάμεις, πέφτοντας μπρούμυτα στη γη. Ειδικά τα παιδιά τα κρατούσαν μέσα στο σπίτι ή, αν βρίσκονταν έξω, τα κάθιζαν κάτω. Η μυθολογία μας λέει ότι πατέρας των ανέμων ήταν ο Τυφώνας. Τι θα λέγατε να απολαύσουμε μερικούς ανεμό...μυθους από την καλά προστατευμένη μας γωνιά;

Ο Βορέας και η Ωρείθυια
Ο Βορέας ήταν ο θεός του φοβερού και τρομερού βοριά, του ανέμου που προκαλεί αντάρα και κάνει τα πλοία να δένουν στα λιμάνια. Μια μέρα, καθώς έκανε τη βόλτα του πάνω από την Αττική, πήρε το μάτι του την κόρη του Ερεχθέα, τη γοητευτική Ωρείθυια, και ο έρωτας τον χτύπησε κατακούτελα. Χωρίς να το πολυσκεφτεί, εμφανίστηκε μπροστά της και τη ζήτησε σε γάμο. Της είπε μάλιστα να βιαστεί να ετοιμάσει τα πράγματά της, γιατί την ίδια κιόλας μέρα θα την πήγαινε στο βασίλειό του, βόρεια, πολύ βόρεια. Τον είδε έτσι αναμαλλιασμένο, φωνακλά και ορμητικό η κοπελίτσα και κατατρόμαξε. Μαύρα σύννεφα στριφογύριζαν στο διάβα του, άστραφτε και βρόνταγε κι έτσι και δε γινόταν το δικό του, ποιος είδε το θεό...Βορέα και δεν τον φοβήθηκε! Έτρεξε στον πατέρα της και χώθηκε στην αγκαλιά του. Αδύνατο να δεχτεί ο Ερεχθέας να δώσει την περιστέρα του σε τούτο τον αγριάνθρωπο, εεε, αγριάνεμο!
Στην αρχή ο Βορέας προσπάθησε να τον μεταπείσει με ήπιο τρόπο. Γρήγορα, όμως, έχασε την υπομονή του.
«Ποιος είναι αυτός που θα τολμήσει να αντισταθεί στη θέλησή μου; Εγώ σηκώνω κύματα βουνά, ξεριζώνω δέντρα αιωνόβια, ισοπεδώνω κάστρα απόρθητα και κάνω κοτζάμ γη να τρέμει στο πέρασμά μου και θα ντροπιαστώ παρακαλώντας σαν μαθητούδι έναν κοινό θνητό; Αφού δε μου τη δίνει, θα την κλέψω την Ωρείθυια!», βρυχήθηκε οργισμένος.
Μεμιάς πλατάγισε τις δυνατές του φτερούγες κι έγινε χαλασμός: χιλιόχρονα δάση κουνιόνταν συθέμελα σαν τις καλαμιές, οι θάλασσες άφρισαν από τα θεόρατα κύματα κι ο ουρανός μαύρισε από τα σύννεφα, που όλο και χαμήλωναν επικίνδυνα, φορτωμένα βροχή και χαλάζι. Τα ζώα έτρεχαν αλαφιασμένα, ψάχνοντας τρόπο και γωνιά για να προφυλαχτούν από την παγωνιά. Έδωσε μια ο Βορέας, άρπαξε την Ωρείθυια κι από δω πάν' κι άλλοι... Την πήγε στα παλάτια του κι έκανε μαζί της δίδυμα, δυο πανώρια παλικάρια. Ο Ζήτης και ο Κάλαϊς είχαν φτερούγες και πετούσαν σαν τον πατέρα τους. Πήραν, μάλιστα, μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία και έμειναν στη...μυθολογία για τα ηρωικά τους κατορθώματα!

Αίολος, ο άρχοντας των ανέμων
Όταν ο Οδυσσέας έφτασε με τους συντρόφους του στο νησί του Αιόλου, ο άρχοντας των ανέμων τούς καλοδέχτηκε και τους περιποιήθηκε για έναν ολόκληρο μήνα. Κι όταν χορτασμένοι, ξεκούραστοι και ευχαριστημένοι, αποφάσισαν να σαλπάρουν για την Ιθάκη, φώναξε τον Οδυσσέα και του είπε: «Για το κατευόδιο, Οδυσσέα, θα σου δώσω ένα ασκί και μια συμβουλή. Στο ασκί έχωσα, με μεγάλο κόπο είναι η αλήθεια, όλο μου το σόι: αέρηδες κάθε έντασης και κατεύθυνσης. Μόνο το γλυκό και ήπιο Ζέφυρο άφησα απέξω, για να σας οδηγήσει χωρίς κίνδυνο στην πατρίδα σας. Το ασκί το έδεσα με ασημένιο νήμα. Πρόσεξε, μην τυχόν και το ανοίξετε! Θα σας πάρουνε τα σύννεφα, οι άνεμοι, τα κύματα!...».
Ο Οδυσσέας τον ευχαρίστησε, φορτώθηκε το ασκί, που πραγματικά ήταν ασήκωτο από το βάρος, και πήγε στο καράβι. Ορμήνεψε τους συντρόφους του να μην το ανοίξουν για κανένα λόγο και ξεκίνησαν για το ταξίδι της επιστροφής. Δέκα μέρες αρμένιζαν σε θάλασσα γαλήνια, με παραστάτη τον καλότροπο Ζέφυρο, ώσπου τα βουνά της Ιθάκης άρχισαν να αχνοφαίνονται στον ορίζοντα. Δεν ήταν, ωστόσο, γραφτό να τελειώσουν έτσι εύκολα τα βάσανα του πολύπαθου Οδυσσέα. Ο Ποσειδώνας, που τον εχθρευόταν θανάσιμα γιατί του τύφλωσε τον κανακάρη του, τον Κύκλωπα Πολύφημο, έβαλε το χεράκι του... Τον βύθισε σε ύπνο βαθύ και στο μεταξύ οι σύντροφοί του έκαναν το θαύμα τους. Περίεργοι καθώς ήταν να μάθουν το περιεχόμενο του ασκιού, το άνοιξαν. Αδύνατον να σας περιγράψω τι κακό έγινε: ξεχύθηκαν μανιασμένοι από την κλεισούρα οι άνεμοι και τρομερή φουρτούνα ξέσπασε! Το καράβι τραμπαλιζόταν σαν καρυδότσουφλο στα πελώρια κύματα, που το έδερναν απ' όλες τις κατευθύνσεις. Πετάχτηκε απ' τον ύπνο ο Οδυσσέας, αλλά ήταν πια αργά. Με τα χίλια ζόρια κατάφεραν να επιστρέψουν σώοι πίσω στο νησί του Αιόλου. Μάταια ο Οδυσσέας τον παρακάλεσε να συγχωρήσει τους επιπόλαιους συντρόφους του. Θυμωμένος εκείνος, και με το δίκιο του, τους έδιωξε κακήν κακώς από το παλάτι. Από τότε μας έμεινε η φράση «άνοιξαν τον ασκό του Αιόλου», που λέμε όταν κάποιοι με τις ασυλλόγιστες πράξεις τους προκαλούν μεγάλη αναστάτωση και προβλήματα.

Ο Ζέφυρος και η Χλωρίδα
Ο Ζέφυρος ήταν γιος του Αστραίου και της Ηώς και κατοικούσε στη Θράκη μαζί με τους άλλους ανέμους. Στην Οδύσσεια αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ως ο ελαφρός και γλυκός άνεμος που αυξάνει τη βλάστηση και ωριμάζει τους καρπούς στους κήπους του βασιλιά Αλκίνοου. Ο ωραίος αυτός νέος ερωτεύτηκε τη χαριτωμένη νύμφη Χλωρίδα, με την οποία απέκτησε ένα γιο, τον τρυφερό και γεμάτο χυμούς Καρπό. Όταν η Ήρα πληροφορήθηκε τη γέννηση της Αθηνάς από το μηρό του Δία, ζήλεψε και θέλησε να αποκτήσει κι εκείνη παιδί με υπερφυσικό τρόπο. Τότε η Χλωρίδα την πήγε στην Αχαϊα και της έδειξε ένα λουλούδι, χάρη στο οποίο η Ήρα έφερε στον κόσμο τον Άρη, το θεό του πολέμου!